Όταν ο Ηρακλής πέτυχε τους άθλους του, ο Δίας τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον έκανε ημίθεο.
Έμενε πια εκεί μαζί με τους άλλους θεούς, που ο Δίας τους κάλεσε όλους να φάνε μαζί, για να γνωρίσουν τον καινούριο ημίθεο, που η φήμη του είχε απλωθεί σ' όλο τον κόσμο και, φυσικά, είχε φτάσει κι ως τον Όλυμπο.
Οι θεοί έρχονταν ένας – ένας στη μεγάλη αίθουσα των συμποσίων του παλατιού του Δία κι ο Ηρακλής, που δεν ξεχνούσε πως, ως εκείνη την ημέρα ήταν άνθρωπος θνητός, σηκωνότανε και τους χαιρετούσε με σεβασμό, μόλο που είχε γίνει πια ημίθεος.
Αφού ήρθαν όλοι οι θεοί κι όλες οι θεές, έφτασε, τελευταίος, κι ο Πλούτος.
Μόλις τον είδε να μπαίνει μέσα στην αίθουσα, ο Ηρακλής, αντί να σηκωθεί και να χαιρετίσει με σεβασμό, όπως έκανε μ' όλους τους άλλους, έμεινε καθισμένος, τον κοίταξε στραβομουτσουνιάζοντας κι έπειτα κάρφωσε τα μάτια του στο δάπεδο.
Ο Δίας, που το πρόσεξε, παραξενεύτηκε για το φέρσιμο του και τον ρώτησε:
– Γιατί, Ηρακλή, χαιρέτισες με σεβασμό όλους τους θεούς κι όλες τις θεές και τώρα στραβομουτσούνιασες μόλις είδες τον Πλούτο;
– Θα σου εξηγήσω ευχαρίστως, βασιλιά των θεών, αποκρίθηκε ο Ηρακλής. Τον καιρό που ήμουν άνθρωπος και ζούσα στη γη, έβλεπα τον Πλούτο να συναναστρέφεται μόνο με κακούς ανθρώπους. Γι' αυτό δεν τον εκτιμώ καθόλου και δεν σηκώθηκα να τον χαιρετίσω.