Ο Μελισσοκόμος

Ένας χωρικός είχε πολλές κυψέλες κι οι μέλισσές του έκαναν πολύ και καλό μέλι, γιατί η γύρω περιοχή είχε πολλά αγριολούλουδα και πολλά θυμάρια.

Μια μέρα, που ο χωρικός είχε πάει στην πολιτεία, για ν' αγοράσει κάτι εργαλεία, που του χρειάζονταν, μπήκανε κλέφτες και του κατάκλεψαν τις κερήθρες με το μέλι από τις περισσότερες κυψέλες του.

Όταν, αργά το δειλινό, γύρισε ο χωρικός από την πολιτεία κι είδε τις περισσότερες κυψέλες του αδειανές, τραβούσε τα μαλλιά του από τη στενοχώρια του.

Ωστόσο, όταν συνήλθε κάπως από την απελπισία του, βάλθηκε να στήνει τις αναποδογυρισμένες κυψέλες και να τις καθαρίζει.

Σε λίγο, ακούστηκε ένα βούισμα που, όσο πήγαινε δυνάμωνε. Ήταν τα σμάρια των μελισσών, που γυρνούσαν στα σπιτάκια τους.

Όταν είδαν το χωρικό να πασπατεύει τις κυψέλες τους, οι μέλισσες θύμωσαν κι έπεσαν όλες απάνω του κι άρχισαν να τον τρυπούν με τα κεντριά τους.

Ο χωρικός το 'βαλε στα πόδια, χειρονομώντας σαν τρελός, και με δυσκολία κατόρθωσε να τους ξεφύγει. Έπειτα στάθηκε μακριά από τις κυψέλες και φώναξε θυμωμένος στις μέλισσες:

– Να χαθείτε, παλιομέλισσες! Αφήσατε τον κλέφτη να σας ρημάξει τις κερήθρες σας, χωρίς να τον πειράξετε καθόλου, κι εμένα που προσπαθούσα να σας βοηθήσω, λίγο έλειψε να με σκοτώσετε με τα κεντριά σας!

Загрузка...