Στα παλιά, τα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που τα φυτά και τα ζώα είχαν μιλιά και φέρνονταν σαν άνθρωποι, η νυχτερίδα, ο βάτος και η βουτηχτάρα αποφάσισαν να συνεταιριστούν και να κάνουν εμπόριο κι οι τρεις μαζί.
– Θα βάλουμε ο καθένας ό,τι έχει και θα ξεκινήσουμε να κάνουμε εμπόριο, είπαν.
Η νυχτερίδα λοιπόν δανείστηκε κάτι χρήματα, ο βάτος έβαλε ένα ύφασμα, που είχε εξοικονομήσει από κάπου, κι η βουτηχτάρα έβαλε ένα κομμάτι μπρούντζο. Αυτά ήταν τα κεφάλαιά τους.
Τα πήραν, μπήκανε σ' ένα καράβι και ξεκίνησαν για τα ξένα, να πουλήσουν το εμπόρευμά τους, ν' αγοράσουν άλλο και να γυρίσουν πίσω, να πουλήσουν το καινούριο εμπόρευμα στον τόπο τους.
Αλλ' ώσπου να φτάσουν στο λιμάνι, όπου είχαν σκοπό να πάνε, ξέσπασε μια τρομερή θύελλα, το καράβι βούλιαξε κι οι τρεις συνέταιροι τρόμαξαν να γλιτώσουν, παλεύοντας ώρες ολόκληρες με τα κύματα. Όλα τους τα κεφάλαια όμως τα πήρε η αγριεμένη θάλασσα και χάθηκαν.
Και γι' αυτό, από τότε, η νυχτερίδα, για ν' αποφύγει τους δανειστές της, κρύβεται όλη την ημέρα και βγαίνει μόνο τη νύχτα ο βάτος αρπάζει με τ' αγκάθια του τα φορέματα όταν περνούνε πλάι του, με την ελπίδα πως ίσως βρει το ύφασμα που έχασε κι η βουτηχτάρα τριγυρνάει διαρκώς στην ακρογιαλιά, μήπως τα. κύματα ρίξουν στη στεριά το μπρούντζο, που της πήραν κάποτε.