Ο Σκύλος, ο Πετεινός κι η Αλεπού

Ένας σκύλος κι ένας πετεινός, που κακοπερνούσαν στο σπίτι του αφε-ντικού τους, είχανε πιάσει μεγάλη φιλία και συχνά έλεγε ο ένας στον άλλον τα βάσανά του.

Μια μέρα, ο σκύλος, που είχε φάει ξύλο από το αφεντικό του, είπε στο φίλο του τον πετεινό:

– Δεν είναι ζωή αυτή που κάνουμε εδώ μέσα.

– Είδα τι ξύλο έφαγες και σε λυπήθηκα, του λέει ο πετεινός.

– Εγώ λέω να φύγουμε. Τι λες; Έρχεσαι μαζί μου;

– Πού να πάμε;

– Όπου να 'ναι, φτάνει να μην έχουμε αυτό το αφεντικό, που μάς βασανίζει.

– Καλή είναι η ιδέα σου, αλλά πώς θα ζήσουμε;

– Σκέφτηκα να πάμε στο δάσος να ζήσουμε, μαζί με τ' αγρίμια και τ' αγριοπούλια. Εγώ θα κυνηγάω και συ θα βοσκάς. Θα τρώμε καλύτερα από δω!

– Και δεν θα 'χουμε και το αφεντικό πάνω από το κεφάλι μας.

– Καλά το σκέφτηκες. Πότε λες να φύγουμε;

– Τα ξημερώματα. Την ώρα που θα φωνάξεις εσύ το πρώτο «κουκουρίκου», θα 'ρθω να σε πάρω.

– Σύμφωνοι! είπε ο πετεινός.

Νύχτα ακόμα, προτού ξημερώσει, λάλησε ο πετεινός κι ο σκύλος πήγε και τον βρήκε.

– Πάμε! του είπε.

Πήδησαν από τη μάντρα του σπιτιού, πέρασαν, τρέχοντας, το χωριό, και την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, είχανε φτάσει στο μεγάλο δάσος του βουνού.

– Τώρα είμαστε πια ελεύθεροι! γάβγισε χαρούμενα ο σκύλος.

– Κουκουρίκου! Κουκουρίκου! ξελαρυγγιάστηκε να λαλεί ο πετεινός.

Πέρασαν περίφημα, την πρώτη εκείνη μέρα της ελευθερίας τους.

Ο σκύλος έβγαλε κάτι αγριοκούνελα και πρόφτασε ν' αρπάξει δυο απ' αυτά, που τα' φαγε με πολλή όρεξη.

Ο πετεινός πάλι βρήκε σκουλήκια μπόλικα κι έφαγε όσο δεν είχε φάει ποτέ στη ζωή του ως τότε.

Όταν νύχτωσε, διάλεξαν ένα γέρικο κουφαλιασμένο δέντρο, για να περάσουν τη νύχτα τους.

Ο πετεινός κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου κι ο σκύλος πλάγιασε μέσα στην κουφάλα του.

Προτού να ξημερώσει ακόμα, ο πετεινός ξύπνησε κι άρχισε να φωνάζει δυνατά:

– Κουκουρίκου! Κουκουρίκου!

Μια αλεπού, που τον άκουσε, παραξενεύτηκε, γιατί ποτέ ως τότε δεν είχε ακούσει λάλημα πετεινού μέσα στο δάσος.

Πήγε λοιπόν κάτω από το δέντρο, σήκωσε ψηλά το κεφάλι της κι είδε τον κουρνιασμένο πετεινό.

– Τι όμορφα που λαλείς! του είπε. Ποτέ μου δεν άκουσα τέτοιο λάλημα πετεινού. Κατέβα κάτω να σε φιλήσω!

– Η πόρτα είναι κλειδωμένη και το κλειδί το έχει ο πορτιέρης, της αποκρίθηκε ο πετεινός. Ξύπνησέ τον να σου το δώσει. Κοιμάται στο ισόγειο.

Η αλεπού ετοιμάστηκε να μπει στην κουφάλα, για να ξυπνήσει τον πορτιέρη, αλλ' ο σκύλος, που την είχε μυριστεί, πήδηξε απάνω της και την κυνήγησε.

Όσο κι αν ήτανε πονηρή η αλεπού, δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό της, γιατί ο πετεινός, σαν φρόνιμος που ήταν, ήξερε πως δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της και την έστειλε στο φίλο του το σκύλο, που ήτανε πιο δυνατός.

Загрузка...