Ένας γεωργός ξεκίνησε, μια μέρα φθινοπωρινή, να γυρίσει στον τόπο του. Το καλοκαίρι, είχε πάει, με λίγα πρόβατα, λίγες κατσίκες και δυο βόδια που είχε, ψηλά στο βουνό, για να βοσκήσουν καλύτερα. Είχε και δυο σκυλιά μαζί του για να φυλάνε το κοπάδι. Όταν όμως μπήκε το φθινόπωρο, αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο του, στον κάμπο, για να ξεχειμωνιάσει.
Αλλά δεν πρόφτασε. Γιατί, καθώς κατέβαινε από το βουνό, έπιασε μια τέτοια βαρυχειμωνιά κι έπεσε τόσο χιόνι, ώστε όλα τα μονοπάτια κλείστηκαν.
Ο γεωργός βρήκε μια καλυβούλα κι εκεί μέσα έβαλε τα πρόβατα τις κατσίκες και τα βόδια και τα σκυλιά του και μπήκε κι αυτός, περιμένοντας ν' ανοίξει ο καιρός, για να συνεχίσει το δρόμο του.
– Ευτυχώς, έχω να φάω! σκέφτηκε ο γεωργός.
Κι έσφαξε ένα πρόβατο, το 'ψησε και το 'φαγε.
Σε τρεις – τέσσερις μέρες όμως πάλι δεν είχε να φάει και η βαρυχειμωνιά δεν έλεγε να σταματήσει.
– Ας φάω κι άλλο ένα πρόβατο, είπε ο γεωργός. Μου μένουν ακόμα τέσσερα και τρεις κατσίκες. Έχω και τα δυο βόδια μου, για να οργώνω το χωράφι μου, κι έτσι δεν θα στερηθώ πολλά πράγματα. Άλλωστε, θα γεννήσουν την άνοιξη οι προβατίνες μου κι οι κατσίκες μου και του χρόνου θα 'χω περισσότερες.
Κι έσφαξε και το δεύτερο πρόβατο και το 'ψησε κι αυτό.
Κάθε μέρα, ο γεωργός καθάριζε το χιόνι μπροστά στην πόρτα της καλύβας, για να μπορεί να βγαίνει έξω, να βλέπει τι καιρό κάνει, αλλά, κάθε νύχτα, το χιόνι σωριαζότανε πάλι εκεί μπροστά και, την άλλη μέρα, χρειαζότανε περισσότερη ώρα για να το καθαρίσει.
Αλλά δεν απελπιζότανε, γιατί σκεφτότανε πως, αν έσφαζε και τρίτο πρόβατο και το 'ψηνε, θα περνούσε μισή βδομάδα ακόμα και, στο μεταξύ, θα 'στρωνε ο καιρός και θα γύριζε στον τόπο του. Και πάλι λογάριαζε πως θα όργωνε το χωράφι του με τα δυο βόδια, πόσα αρνιά και πόσα κατσικάκια θα του γεννούσαν οι προβατίνες κι οι κατσίκες, που του απόμεναν, κι έβρισκε ότι δεν έχανε και πολλά πράγματα, με τα τρία πρόβατα που θα του έλειπαν.
Αλλ' εκείνο το χρόνο το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει κι όλο έπεφτε πυκνό, τόσο, που δεν έβλεπες πια πού ήτανε βράχος και πού δέντρο.
– Αλίμονο μου! έλεγε ο γεωργός. Κι αν σταματήσει ακόμα το χιόνι, θα περάσει ένας μήνας τουλάχιστον ώσπου ν' ανοίξουν οι δρόμοι! Και θ' αναγκαστώ να φάω και τ' άλλα τρία πρόβατά μου!
Αλλ' έφαγε τα τρία πρόβατα, έφαγε και τις τρεις κατσίκες κι οι δρόμοι δεν άνοιγαν.
Όταν έφαγε και την τελευταία κατσίκα, είδε πως για να μην πεθάνει της πείνας έπρεπε να σφάξει κι ένα από τα βόδια του και να το ψήσει.
– Θα οργώσω τα χωράφια μου με το ένα βόδι! σκέφτηκε. Κι όσο για πρόβατα και για κατσίκες, όταν θερίσω τα στάρια μου, αγοράζω άλλα!
Κι έσφαξε και το ένα βόδι και το 'ψησε.
Τα δυο σκυλιά του γεωργού έτρωγαν τα κόκαλα που τους έριχνε κι ήταν ξαπλωμένα μέρα – νύχτα γιατί δεν είχαν τι να φυλάξουν. Αλλά δεν κοιμόντουσαν και καταλάβαιναν τι γινότανε γύρω τους. Κι όταν είδαν το αφεντικό τους να σφάζει το ένα του βόδι, είπανε μεταξύ τους:
– Αφού έσφαξε το βόδι, που του δούλευε, σίγουρα θα σφάξει κι εμάς που τεμπελιάζουμε.
Και το 'σκασαν κρυφά, για να γλιτώσουν, γιατί ήταν έξυπνα σκυλιά κι ήξεραν ότι πρέπει να φυλάγεται κανείς από κείνους που δεν διστάζουν να κάνουν κακό ακόμα και στους δικούς τους.