Μια φορά, ζούσανε σε κάποιο χωράφι ένα μερμήγκι κι ένα σκαθάρι.
Το σκαθάρι μάζευε κοπριά αλόγων, την έκανε σβόλους, κι όταν έφτιαχνε τέσσερις-πέντε, καθότανε να ξεκουραστεί ή πετούσε από πέτρα σε πέτρα, για να κάνει τον περίπατο του και να δει πώς περνούν οι γείτονές του. Το μερμήγκι όμως όλη μέρα και, καμιά φορά, κι όλη νύχτα, μάζευε στάρι, κριθάρι, άχυρο, τα κουβαλούσε στην αποθήκη του, που την είχε σκάψει βαθιά μέσα στο χώμα, κι εκεί τ' αποθήκευε κι έβγαινε αμέσως για να κουβαλήσει κι άλλα.
Μια μέρα, το σκαθάρι δεν βάσταξε, και του είπε:
– Γείτονα, μερμήγκι, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
– Ρώτα με, είπε το μερμήγκι, που εξακολούθησε το δρόμο του, σέρνοντας ένα μεγάλο σπειρί στάρι.
– Στάσου λοιπόν μια στιγμή να σε ρωτήσω.
– Μπορείς να με ρωτήσεις και την ώρα που περπατάω, είπε το μερμήγκι.
– Μα γι' αυτό ακριβώς ήθελα να σε ρωτήσω. Όλοι μας, τώρα το καλοκαίρι, που ο καιρός είναι τόσο καλός, δουλεύουμε λίγη ώρα κι έπειτα ξεκουραζόμαστε και κάνουμε περίπατο για να διασκεδάσουμε. Εσύ γιατί δεν ξεκουράζεσαι καθόλου;
Αλλά το μερμήγκι δεν αποκρίθηκε, μόνο εξακολούθησε το δρόμο του, σέρνοντας πίσω του το σπειρί το στάρι.
Όταν ήρθε ο χειμώνας με τις βροχές του κι έλιωσε όλες τις κοπριές, το σκαθάρι, που κόντευε να πεθάνει απ' την πείνα, πήγε και βρήκε το μερμήγκι και το παρακάλεσε να του δώσει κάτι να φάει.
– Αν δούλευες τότε όπως εγώ, που με κορόιδευες, δε θα σου έλειπε τώρα η τροφή, του είπε το μερμήγκι.