Κάποτε, έξω από ένα σπίτι εξοχικό κοιμόταν ένας σκύλος.
Στο σπίτι δεν ήτανε κανείς. Είχανε φύγει όλοι κι είχαν αφήσει το σκύλο να το φυλάει.
Ο σκύλος, όμως, ήτανε κουρασμένος, γιατί όλη τη νύχτα τριγυρνούσε, γαβγίζοντας κι έπειτα όλη την ημέρα λαγοκοιμότανε κι αυτό βαστούσε μια βδομάδα τώρα, από τότε που έλειπαν οι άνθρωποι του σπιτιού. Ήτανε και νηστικός, είχε αδυνατίσει από την πείνα κι έτσι εκείνο το βράδυ, τον πήρε ο ύπνος και δεν κατάλαβε το λύκο, παρά τη στιγμή που πηδούσε απάνω του, έτοιμος να τον φάει.
– Άφησέ με, σε παρακαλώ, κυρ – λύκο, τον παρακάλεσε. Τι θα καταλάβεις αν με φας τώρα, που είμαι αδύνατος; Περίμενε λίγες μέρες, που το αφεντικό μου θα κάνει τους γάμους του και θα δώσει μεγάλο τραπέζι. Τότε θα φάω πολύ, θα παχύνω κι έτσι κι εγώ θα ζήσω ως τότε και θα χορτάσω μια φορά στη ζωή μου και συ θα ευχαριστηθείς που θα με φας γιατί θα είμαι τετράπαχος.
Ο λύκος πίστεψε στα λόγια του σκύλου και δεν τον έφαγε.
Περίμενε λίγες μέρες, ώσπου έγιναν οι γάμοι του αφεντικού του σκύλου, κι ένα βράδυ ξαναγύρισε στο εξοχικό σπίτι.
Αυτή τη φορά, όμως, ο σκύλος είχε σκαρφαλώσει πάνω στη σκεπή του σπιτιού και κμότανε.
– Κατέβα, σκύλε, να σε φάω, όπως συμφωνήσαμε! του φώναξε.
– Αν με ξαναδείς να κοιμάμαι έξω από το σπίτι, μην περιμένεις πια γάμο! του αποκρίθηκε κοροϊδευτικά ο σκύλος.
Γιατί, φρόνιμος καθώς ήταν, όταν σώθηκε από κείνο τον κίνδυνο, φυλαγότανε πια για να μην την ξαναπάθει.