Μια φορά, ένα λιοντάρι περνούσε από μιαν ακρογιαλιά κι είδε στη θάλασσα ένα δελφίνι.
Στάθηκε και το κοίταζε με σεβασμό, γιατί του έκανε εντύπωση η ομορφιά του κι η δύναμή του.
– Ποιος είσαι συ; το ρώτησε.
– Είμαι το δελφίνι, ο βασιλιάς της θάλασσας.
– Κι εγώ είμαι το λιοντάρι, ο βασιλιάς της στεριάς! είπε το θηρίο.
– Φαίνεσαι πως είσαι βασιλιάς.
– Και συ φαίνεσαι πως είσαι βασιλιάς, είπε το λιοντάρι. Θέλεις να γίνουμε φίλοι και σύμμαχοι, μια που είμαστε κι οι δυο βασιλιάδες;
– Δέχομαι ευχαρίστως! αποκρίθηκε το δελφίνι.
Και τα δυο θηρία, της στεριάς και της θάλασσας, συμφώνησαν να βοηθούνε το ένα τ' άλλο, όταν χρειαζότανε.
Ύστερα από λίγον καιρό, το λιοντάρι τα 'βαλε με έναν ταύρο και ζήτησε τη βοήθεια του δελφινιού.
– Έλα να με βοηθήσεις, του φώναξε, για να νικήσω τον ταύρο, τον εχθρό μου!
– Ευχαρίστως! αποκρίθηκε το δελφίνι.
Αλλ' όταν έφτασε στα ρηχά νερά, όχι μόνο δεν μπόρεσε να βγει στη στεριά, αλλά λίγο έλειψε να πνιγεί από ασφυξία κι αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην ανοιχτή θάλασσα.
– Γιατί φεύγεις, προδότη; του φώναξε θυμωμένο το λιοντάρι.
– Δεν φεύγω γιατί είμαι προδότης, αλλά γιατί η φύση μ' έκανε να ζω μόνο στην θάλασσα και δεν μπορώ να βγω στη στεριά! του εξήγησε ευγενικά το δελφίνι.
Τότε το λιοντάρι σκέφτηκε πως κι αυτό δε θα μπορούσε να βοηθήσει το δελφίνι στη θάλασσα, και κατάλαβε πως έπρεπε να διαλέγει για σύμμαχους εκείνους που μπορούσαν να τον βοηθήσουν σε ώρα ανάγκης.