Όταν ο Δίας έπλασε τα ζώα, άρχισε να τους μοιράζει χαρίσματα, διαφορετικά στο καθένα.
Έδωσε στο λιοντάρι τη δύναμη να σκοτώνει, μ' ένα χτύπημα του ποδιού του, τον αντίπαλο του. Στον ελέφαντα έδωσε τέτοιον όγκο και τόσο βάρος, ώστε να μπορεί, μόνο μ' αυτά, ν' ανοίγει πέρασμα στην πυκνή ζούγκλα, χωρίς να χρειάζεται ξυλοκόπους για να του κόβουν τα δέντρα.
Στο άλογο έδωσε την ομορφιά και την περηφάνια, κι ακόμα όπλισε τα πόδια του με οπλές, που μπορούν να σκοτώσουν ένα αγρίμι, όταν του ρίχνεται να το φάει.
Έδωσε νόστιμο κρέας στο λαγό, αλλ' επειδή τον κυνηγούν όλοι για να τον φάνε, του 'δωσε και τη γρηγοράδα, για να μπορεί να ξεφεύγει από τους εχθρούς του.
Στη χελώνα πάλι, που δεν της έδωσε γρηγοράδα, της χάρισε ένα γερό καβούκι, για να κρύβεται εκεί μέσα και να γλιτώνει απ' όσους την κυνηγούνε, μια και δεν μπορεί να τους ξεφύγει τρέχοντας.
Έτσι μοίραζε ο Δίας τα χαρίσματα στα ζώα: Έδωσε στα ψάρια ουρές και φτερουγάκια, για να κολυμπάνε γρήγορα μέσα στο νερό, έδωσε στους αετούς δυνατές φτερούγες, για να πετάνε πάνω κι από τα ψηλά βουνά, έδωσε και στα πουλάκια όμορφα, πολύχρωμα φτερά και φωνή γλυκιά να κελαηδούνε.
Ο άνθρωπος παρακολουθούσε το Δία να μοιράζει τα διάφορα χαρίσματα στα ζώα και περίμενε να τον στολίσει κι αυτόν με κανένα τέτοιο χάρισμα, σαν εκείνα που έδινε στα ζώα. Αλλ' ο Δίας δεν του έδωσε ούτε φτερά, ούτε οπλές, ούτε γρηγοράδα, ούτε τίποτα άλλο απ' αυτά.
Κι ο άνθρωπος δεν κρατήθηκε τότε και του παραπονέθηκε.
– Εμένα με άφησες χωρίς κανένα χάρισμα, όπως αυτά που μοίρασες στα ζώα, του είπε.
Κι ο Δίας του αποκρίθηκε:
– Σ' εσένα έδωσα το μεγαλύτερο χάρισμα, κι ωστόσο δεν το κατάλαβες και παραπονιέσαι για τα φτερά και τη γρηγοράδα που χάρισα στα ζώα.
– Ποιο χάρισμα; ρώτησε παραξενεμένος ο άνθρωπος.
– Σου χάρισα το λογικό, του εξήγησε ο Δίας, που είναι πιο δυνατό απ' όλα τα δυνατά και πιο γρήγορο απ' όλα τα γρήγορα.
Και τότε κατάλαβε ο άνθρωπος τι πολύτιμο δώρο είχε πάρει από τον πλάστη του και πως το λογικό είναι ανώτερο απ' όλα τα φυσικά χαρίσματα, μια που μπορεί να τ' αντικαταστήσει όλα.