Ήτανε καλοκαιριάτικο μεσημέρι, πολύ ζεστό, κι ένα λιοντάρι, που διψούσε πολύ, βγήκε από τη σπηλιά του και ξεκίνησε να πάει στην πηγή, που βρισκότανε μέσα σ' ένα φαράγγι, για να πιει νερό.
Την ίδια ώρα, ξεκίνησε από τη φωλιά του κι ένα διψασμένο αγριογούρουνο, για να πάει στην ίδια πηγή, να σβήσει τη δίψα του. Τα δυο αγρίμια έφτασαν την ίδια στιγμή στην πηγή του φαραγγιού, που ήτανε πολύ μικρή κι έτσι δεν μπορούσαν να πιούνε και τα δυο μαζί.
– Θα πιω εγώ πρώτα! είπε το λιοντάρι.
– Και γιατί να πιεις εσύ πρώτα κι όχι εγώ; ρώτησε θυμωμένα το αγριογούρουνο.
– Γιατί είμαι ο βασιλιάς των αγριμιών!
– Εγώ δεν σε αναγνωρίζω για βασιλιά μου!
– Τραβήξου πιο πέρα, ώσπου να πιω νερό, γιατί αλλιώς θα χυμήξω απάνω σου και θα σε κατασπάραξω!
– Εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις. Δοκίμασε αν θέλεις και θα δεις πώς θα σε ξεσχίσω με τα χαυλιόδοντά μου! το απείλησε το αγριογούρουνο.
Τα δυο θεριά άρχισαν τότε να παλεύουν άγρια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί και τα δυο ήταν δυνατά κι επιδέξια.
Μια στιγμή όμως, που σταμάτησαν το πάλεμα, για ν' ανασάνουν, είδαν ένα κοπάδι από όρνια, που είχανε καθίσει στα γύρω δέντρα και περίμεναν ποιο από τα δυο θα σκοτωθεί για να πέσουν απάνω στο πτώμα του να το φάνε.
– Καλύτερα να γίνουμε φίλοι, παρά να μας φάνε τα όρνια! είπε το λιοντάρι.
– Συμφωνώ κι εγώ με τη γνώμη σου, είπε το αγριογούρουνο.
Κι ήπιαν με τη σειρά τους νερό, γιατί κατάλαβαν ότι με τα μαλώματά τους αυτά θα 'χαναν κι άλλοι θα κέρδιζαν.