Ένα κατσίκι πήδησε μια μέρα πάνω στο φράχτη κι από κει σκαρφάλωσε πάνω στη στέγη του χωριάτικου σπιτιού, για να φάει λίγη πρασινάδα, που είχε φυτρώσει ανάμεσα στα κεραμίδια.
Η γυναίκα που είχε το σπίτι, έλειπε στα χωράφια της, κανένας διαβάτης δεν περνούσε, γιατί το μέρος ήταν ερημικό, κοντά σ' ένα δάσος, κι έτσι το κατσίκι χαιρότανε την ελευθερία του και του φαινότανε πως βρισκότανε ψηλά, πολύ ψηλά και πως όλος ο κόσμος απλωνότανε κάτω από τα πόδια του.
Ξαφνικά, μέσα από τα δέντρα του δάσους, βγήκε ένας λύκος. Οσμίστηκε το κατσίκι και, με λίγα πηδήματα, βρέθηκε μπροστά στο χωριάτικο σπιτάκι.
Αλλ' η στέγη ήταν ψηλή, δεν την έφτανε μ' ένα πήδημα κι όταν θέλησε να δοκιμάσει ν' ανεβεί από το φράχτη, τον τρύπησαν τα παλούκια και ξανάπεσε στο δρόμο.
Το κατσίκι που, πάνω από τη στέγη, παρακολουθούσε τις μάταιες προσπάθειές του, άρχισε να τον κοροϊδεύει και να τον βρίζει.
– Άντε να χαθείς, παλιολύκε! του είπε. Δεν είσαι άξιος ούτε σ' ένα φράχτη να σκαρφαλώσεις. Είσαι ένα αδιάντροπο και φοβιτσιάρικο αγρίμι, που μόνο με τα κουτά τα πρόβατα τα βάζεις, επειδή σε φοβούνται και στέκονται να τα φας. Με μένα όμως δεν μπορείς να τα βάλεις κι άδικα πασχίζεις.
Ο λύκος κούνησε τότε το κεφάλι του και του αποκρίθηκε:
– Δεν με βρίζεις εσύ, ανόητο κατσίκι, αλλ' ο τόπος που βρίσκεσαι. Ας μην ήσουν απάνω στη στέγη και σου 'λεγα εγώ….
Και, πραγματικά, το κατσίκι δε θα φερνότανε τόσο τολμηρά, αν δεν βρισκότανε σ' εκείνο το μέρος, όπου δεν μπορούσε ο λύκος να το φτάσει.