Μια φορά, ένας χωρικός είχε σφάξει ένα αρνί, το είχε κρεμάσει σ' ένα δέντρο και το 'κοβε κομμάτια, για να το πουλήσει.
Ένα κοράκι, που πετούσε εκείνη την ώρα από πάνω, είδε το κρέας και, μια στιγμή που ο χωρικός δεν πρόσεχε, χαμήλωσε το πέταγμά του, άρπαξε με το ράμφος του ένα κομμάτι και ξαναπέταξε ψηλά.
Όταν το κατάλαβε ο χωρικός, ήταν πια αργά, γιατί το κοράκι είχε ξεμακρύνει πολύ, πετώντας προς το γειτονικό δάσος.
Εκείνη την ώρα, τριγυρνούσε μέσα στο δάσος μια αλεπού πει-νασμένη κι έψαχνε να βρει κάτι να φάει. Καθώς περνούσε κάτω από ένα δέντρο, μυρίστηκε φρέσκο κρέας και σήκωσε το μουσούδι της, για να καταλάβει από πού ερχόταν εκείνη η μυρωδιά.
Τότε πήρε το μάτι της το κοράκι, που καθότανε πάνω στο κλαδί του δέντρου, κρατώντας στο ράμφος του το κομμάτι το κρέας.
Η πεινασμένη αλεπού το λιγούρεψε αμέσως κι έψαχνε να βρει τρόπο για να το φάει. Ακόμα κι αν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο δέντρο, θα 'χανε τον κόπο της, γιατί το κοράκι θα πετούσε μακριά και θα 'τρωγε αλλού το κρέας που είχε αρπάξει.
Πονηρή όμως όπως ήταν, σκέφτηκε να μεταχειριστεί άλλο μέσο για να πετύχει το σκοπό της.
Στάθηκε λοιπόν κάτω από το δέντρο, στήριξε τα μπροστινά της πόδια στον κορμό του και κοίταξε καλά το κοράκι.
– Εσύ είσαι, κυρ – κόρακα; του φώναξε.
Το κοράκι γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε, χωρίς ν' αφήσει το κομμάτι το κρέας.
– Ναι, εσύ είσαι! συνέχισε η αλεπού. Το ξέρεις πως δεν σε γνώρισα στην αρχή;
Το κοράκι την κοιτούσε περίεργο, χωρίς ν' απαντάει.
– Και πώς να σε γνωρίσω; ξαναείπε η αλεπού, κάνοντας όσο πιο τρυφερή μπορούσε τη φωνή της. Εσύ, καλέ μου κυρ – κόρακα, μεγάλωσες κι ομόρφηνες από τον καιρό που έχω να σε δω.
Το κοράκι, που κολακεύτηκε από τα λόγια της αλεπούς, φού-σκωσε το στήθος του και τίναξε δυο – τρεις φορές τις φτερούγες του, χωρίς όμως να σηκωθεί από το κλαδί κι ούτε ν' αφήσει το κομμάτι το κρέας, που κρατούσε με το ράμφος του.
– Ναι, ναι, συνέχισε πολύ ζωηρά τώρα η αλεπού. Εσύ μεγάλωσες κι ομόρφηνες. Και τι κατάμαυρο χρώμα που έχουνε τα φτερά σου. Καλά το 'λεγα εγώ πως εσύ πρέπει να είσαι βασιλιάς των πουλιών του δάσους.
Το κοράκι έγειρε το κεφάλι του για ν' ακούσει καλύτερα.
– Προχτές είχαμε αυτή τη συζήτηση, συνέχισε η αλεπού. Εγώ έλεγα πως εσένα έπρεπε να κάνουμε βασιλιά των πουλιών, τ' άλλα αγρίμια όμως δεν υποστήριξαν τη γνώμη μου, γιατί έλεγαν πως δεν έχεις όμορφη φωνή. Αν είχες όμορφη φωνή, έλεγαν, θα σ' έβαζαν αμέσως βασιλιά όλων των πουλιών του δάσους.
Το κοράκι ζαλίστηκε όταν τ' άκουσε. Να γίνει βασιλιάς των πουλιών του δάσους- τι άλλο ήθελε; Και πώς τολμούσαν να λένε ότι δεν είχε όμορφη φωνή; Τώρα θ' άκουγαν…
Κι ανοίγοντας το στόμα του, άρχισε να φωνάζει, όσο μπορούσε πιο δυνατά:
– Κρα! Κρα!
Στο μεταξύ, όμως, το κομμάτι το κρέας, που κρατούσε ως εκείνη τη στιγμή στο ράμφος του, έπεσε καταγής κι η πονηρή αλεπού τ' άρπαξε και το 'φαγε, αμέσως.
– Όμορφη φωνή έχεις, κυρ – κόρακα, του είπε, γυρίζοντας για να φύγει. Αν είχες και μυαλό, σου άξιζε να γίνεις βασιλιάς των πουλιών του δάσους!