Ένας γάιδαρος είχε κουραστεί μια μέρα πολύ, γιατί, από το πρωί ως το μεσημέρι, κουβαλούσε μεγάλα δεμάτια σανό απ' το χωράφι στο σπίτι του αφεντικού του κι εκείνο το δρόμο τον είχε κάνει πάνω από δέκα φορές ως αργά μετά το μεσημέρι.
Το αφεντικό του, όμως, ήτανε καλός άνθρωπος και λυπότανε το καημένο το ζώο. Το είδε λοιπόν τόσο κουρασμένο και σκέφτηκε να το αφήσει ν' αναπαυτεί και να συνεχίσει την άλλη μέρα τη μεταφορά του υπόλοιπου σανού.
Πήρε το γάιδαρο, του έβγαλε το σαμάρι και τα χαλινάρια, τον πήγε σ' ένα λιβάδι, κοντά στο δάσος, όπου το χορτάρι ήτανε παχύ και τρυφερό και τον άφησε ελεύθερο.
– Φάε τώρα και ξεκουράσου! του είπε.
Κι έφυγε, για να γυρίσει στο χωριό του.
Ο γάιδαρος άρχισε να τρώει, κι όσο έτρωγε από κείνο το νόστιμο χορτάρι, τόσο ένιωθε να του φεύγει η κούραση. Ήτανε τώρα χαρούμενος και, βόσκοντας ολοένα, πλησίασε προς το δάσος.
Αλλά, μέσα σ' εκείνο το δάσος, έμενε ένας λύκος. Ο λύκος άκουσε το γάιδαρο, που γκάριζε ευχαριστημένος από την ελευθερία του κι από το άφθονο χορτάρι και βγήκε μέσα από τα δέντρα του δάσους.
Ο γάιδαρος τον είδε και κατάλαβε αμέσως πως κινδύνευε, γιατί το σπίτι του αφεντικού του ήτανε πολύ μακριά από το λιβάδι, κι ώσπου να φτάσει εκεί πέρα, όσο γρήγορα κι αν έτρεχε, ο λύκος θα τον έφτανε και θα τον έτρωγε.
Αλλ' ο γάιδαρος ήταν έξυπνος, κι αντί να τρομάξει και να το βάλει στα πόδια, έκανε πως δεν είδε το λύκο κι εξακολούθησε να βόσκει το παχύ χορτάρι. Μόνο που, τώρα, έκανε πως κούτσαινε από το πισινό του πόδι.
Ο λύκος πάλι ήτανε πολύ περίεργος κι όταν είδε το γάιδαρο να κουτσαίνει, θέλησε να μάθει τι είχε πάθει.
– Καλημέρα, κυρ – γάιδαρε, του είπε πηγαίνοντας κοντά του.
– Καλημέρα, κυρ – λύκο, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να δείξει ότι τον φοβάται.
– Βλέπω ότι κουτσαίνεις…
– Ναι, μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι μου και πονάω πολύ.
– Τώρα θα πάψεις να πονάς, γιατί θα σε φάω, είπε ο λύκος.
– Το ξέρω πως θα με φας, αποκρίθηκε ο γάιδαρος, αλλά πρόσεχε μη δηλητηριαστείς.
– Πώς θα δηλητηριαστώ;
– Τρώγοντάς με. Γιατί το αγκάθι, που χώθηκε στο πόδι μου, είναι δηλητηριασμένο κι άμα με φας θα δηλητηριαστείς αμέσως. Γι' αυτό, άλλωστε, δεν με νοιάζει που θα με φας, γιατί εγώ, έτσι κι έτσι, ήμουνα χαμένος… Σε λυπάμαι όμως, κυρ – λύκο μου. Γι' αυτό, αν θέλεις να μη δηλητηριαστείς, βγάλε πρώτα το αγκάθι από το πόδι μου κι έπειτα φάε με ήσυχος.
– Σ' ευχαριστώ που με προειδοποίησες, είπε ο λύκος. Σε ποιο πόδι σου χώθηκε το αγκάθι;
– Στο δεξί το πισινό. Να, κοίταξέ το να δεις πώς θα το βγάλεις.
Κι ο γάιδαρος σήκωσε το δεξί πισινό πόδι του, και καθώς ο λύκος έσκυβε να δει πού ήτανε χωμένο το αγκάθι, του δίνει μια δυνατή κλοτσιά και του σπάζει το κεφάλι.
– Καλά να πάθω! μουρμούρισε ο λύκος, προτού πεθάνει. Ο πατέρας μου μ' είχε μάθει τη δουλειά του χασάπη. Τι μου ήρθε να κάνω το γιατρό;