Κάποτε, ένας άνθρωπος είχε ένα γάιδαρο κι ένα σκυλάκι.
Το καλοκαίρι, έτρωγε έξω, στην αυλή του, κάτω από μια κληματαριά, και το σκυλάκι του έκανε συντροφιά.
Κουνούσε την ουρά του, πηδούσε στα γόνατά του, χαϊδευότανε, κι εκείνος έπαιρνε από το πιάτο του φαγητό και του έδινε. Ο γάιδαρος, που ζούσε κι αυτός σ' εκείνη την αυλή, έτρωγε μόνο σανό, ή κανένα παλιοχόρταρο, όταν του έριχναν.
Έβλεπε το σκυλάκι, που το περιποιότανε το αφεντικό τους και ζήλευε.
«Μα γιατί αυτό το περιποιείται τόσο, και εμένα όχι;» απορούσε. «Εγώ του κάνω τόσες δουλειές, ενώ το σκυλάκι δεν κάνει τίποτα όλη μέρα, μόνο κοιμάται, όταν λείπει ο αφέντης μας και χοροπηδάει όταν έρχεται».
Όπου, από το πολύ να το σκέφτεται, ο γάιδαρος κατάλαβε πως το αφεντικό τους περιποιότανε το σκυλάκι γιατί εκείνο πηδούσε μπροστά του, κουνούσε την ουρά του και χαϊδευότανε.
«Θα κάνω κι εγώ τα ίδια!» σκέφτηκε ο γάιδαρος.
Και, την ώρα που το αφεντικό του κάθισε στο τραπέζι του να φάει, ο γάιδαρος πήγε κοντά του κι άρχισε να κουνάει την ουρά του. Με το πρώτο κούνημα που της έκανε, όμως, έριξε όλα τα πιάτα και τα ποτήρια κάτω.
Έπειτα θέλησε κι αυτός να πηδήσει στα γόνατα του αφεντικού του, όπως έβλεπε το σκυλάκι να κάνει, κι ο κύριος του τινάχτηκε απάνω τρομαγμένος.
– Δέστε τον στον παχνί του και σπάστε τον στο ξύλο γιατί τρελάθηκε! φώναξε στους υπηρέτες του.
Και τότε μόνο κατάλαβε ο δύστυχος γάιδαρος, πως δεν είναι όλοι πλασμένοι το ίδιο….