Ένας λύκος κατέβηκε, μια μέρα, στην ακροποταμιά. Ξαφνικά, στην αντικρινή όχθη, αλλά πιο κάτω, είδε ένα αρνί, που έπινε νερό.
Στο μέρος, όπου βρισκόταν ο λύκος, το ποτάμι ήτανε πλατύ κι έτσι δεν μπορούσε να πηδήσει στην αντικρινή όχθη, για να φάει το αρνί.
Πιο κάτω, όμως, στένευε και το πήδημα θα ήταν εύκολο. Αλλά φοβότανε μήπως φύγει το αρνί ώσπου να φτάσει αυτός στο μέρος απ' όπου θα πηδούσε.
Γι' αυτό, άρχισε να του μιλάει, για να το τρομοκρατήσει και να σταθεί στη θέση του.
– Γιατί μου θολώνεις το νερό και δεν μπορώ να πιω; του φώναξε.
– Πώς σου θολώνω το νερό, αφού εγώ είμαι πιο κάτω από σένα; αποκρίθηκε το καημένο το αρνί.
Ο λύκος, που προχωρούσε στο μεταξύ, βρήκε μια άλλη κατηγορία.
– Έμαθα ότι πέρυσι έβρισες τον πατέρα μου! του είπε αυστηρά.
– Εγώ πέρυσι δεν είχα γεννηθεί ακόμη, αποκρίθηκε το αθώο το αρνί.
Στο μεταξύ, ο λύκος, είχε φτάσει στο μέρος όπου το ποτάμι ήτανε πολύ στενό και, μ' ένα πήδημα, βρέθηκε στην αντικρινή όχθη, πλάι στο τρομοκρατημένο αρνάκι.
– Εσύ μπορείς να βρίσκεις δικαιολογίες, του είπε, αλλ' εγώ θα σε φάω!
Ο λύκος, βλέπετε, ήταν αποφασισμένος να κάνει το κακό και καμιά σωστή και δίκαιη απόκριση του αρνιού δε θα τον εμπόδιζε.