Υπάρχει ένας θρύλος, που λέει πως όταν ο κύκνος προαισθανθεί το θάνατο του, κελαηδάει τόσο μελωδικά, όσο κανένα πουλί στον κόσμο δεν κελάηδησε ποτέ, και το κελάηδημά του είναι τόσο αρμονικό και τόσο συγκινητικό, ώστε, όποιος τ' ακούσει δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ένας πλούσιος λοιπόν είχε δει, κάποτε, έναν κύκνο, που τον πουλούσαν, κι επειδή του άρεσε πολύ, γιατί είχε λευκά, σαν το χιόνι φτερά, μακρύ κι ευλύγιστο λαιμό και κατάμαυρο ράμφος, τον αγόρασε.
Τον έβαλε μέσα σε μια τεχνητή λιμνούλα, που είχε στον κήπο του και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον περιποιούνται πολύ. Πραγματικά, του κύκνου δεν του έλειπε τίποτα κι έτσι, κάθε μέρα, γινότανε και πιο όμορφος.
Ο πλούσιος είχε ακούσει πως οι κύκνοι κελαηδούνε μελωδικά, δεν του είχανε πει όμως ότι το μοναδικό κελάηδημά τους ακούγεται την ώρα που πρόκειται να πεθάνουν. Γι' αυτό, περίμενε να τον ακούσει κι επειδή ο κύκνος δεν κελαηδούσε, νόμιζε πως ήτανε μικρός ακόμα.
Ένα βράδυ, ο πλούσιος έδινε τραπέζι στον κήπο του κι είχε πολλούς καλεσμένους. Για να τους ευχαριστήσει λοιπόν, είπε να φέρουν τον κύκνο και να τον στήσουν πάνω στο τραπέζι. Κι όταν οι υπηρέτες του έκαναν όπως τους πρόσταξε, ο πλούσιος άρχισε να χαϊδεύει το μεγάλο πουλί και να το παρακαλάει να κελαηδήσει.
Μ' όλα του τα χάδια όμως και μ' όλα του τα παρακάλια, δεν κατόρθωνε να πείσει τον κύκνο ν' ανοίξει το στόμα του. Θύμωσε λοιπόν τότε και πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον σφάξουν. Αλλά, μόλις οι υπηρέτες ετοιμάστηκαν να τον σκοτώσουν, ο κύκνος άρχισε να κελαηδάει τόσο μελωδικά, τόσο υπέροχα, ώστε όλοι δάκρυσαν.
– Εγώ φταίω που τόση ώρα σε παρακαλούσα, είπε ο κύριος του. Έπρεπε να πω ευθύς εξαρχής να σε σκοτώσουν…