Κάποτε, στα παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια, ο χειμώνας κι η άνοιξη μάλωσαν.
– Δεν αξίζεις τίποτα! της έλεγε ο χειμώνας.
– Εγώ δεν αξίζω; Και γιατί; ρώτησε απορώντας η άνοιξη.
– Γιατί, όταν έρχεσαι στη γη, όλοι οι άνθρωποι χάνουν την ησυχία τους. Άλλοι βγαίνουν στα λιβάδια και στους κήπους να μαζέψουν λουλούδια και τους βλέπεις να τα μυρίζουν και να στολίζουνε μ' αυτά τα μαλλιά τους, σαν να μην είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Άλλοι μπαρκάρουν σε καράβια και ξεκινούν για ξένες χώρες, λες και δεν μπορούν πια να ζήσουνε στον τόπο τους. Γι' αυτό σου λέω πως δεν αξίζεις τίποτα. Ξετρελαίνεις όλους τους ανθρώπους και δεν λογαριάζουν πια τίποτα, ούτε ανέμους, ούτε βροχές, ούτε πλημμύρες.
– Ώστε εγώ ξετρελαίνω τους ανθρώπους; ρώτησε η άνοιξη. Και συ τι κάνεις;
– Εγώ είμαι πραγματικός βασιλιάς κι όλοι με φοβούνται, αποκρίθηκε ο χειμώνας. Δεν επιτρέπω σε κανένα να σηκώσει κεφάλι και τους αναγκάζω όλους να κοιτάζουν προς τη γη. Τρέμουν μήπως βραχούν, μήπως τους κάψει αστροπελέκι, μήπως κρυολογήσουν. Πολλές φορές μάλιστα, τους αναγκάζω να κλείνονται μέσα στα σπίτια τους και να μην τολμούν να βγούνε στο δρόμο.
– Μα γι' αυτό ακριβώς, χαίρονται οι άνθρωποι όταν φεύγεις και τρελαίνονται όταν έρχομαι εγώ, του είπε η άνοιξη. Ακόμα και με τ' όνομά μου χαίρονται, γιατί τους φαίνεται πιο όμορφο απ' όλα κι όταν είμαι μακριά και με θυμούνται, δεν βλέπουν την ώρα πότε να γυρίσω!