Ο Γεωργός κι ο Αετός

Ένας γεωργός είχε στήσει βρόχια στο χωράφι του, για να πιάσει κανένα μικρό αγρίμι.

Σ' εκείνα τα βρόχια πιάστηκε ένας λαγός και, καθώς σπαρταρούσε για να φύγει, τον είδε από ψηλά ένας αετός και χύμηξε απάνω του. Τον άρπαξε στα νύχια του κι ετοιμάστηκε να πετάξει ψηλά, για να τον πάει στη φωλιά του, να τον φάει με την ησυχία του. Αλλά, καθώς άπλωνε τις φτερούγες του για να πετάξει, μπερδεύτηκε μέσα στα βρόχια κι έμεινε εκεί αιχμάλωτος.

Το άλλο το πρωί, ο γεωργός πήγε να δει αν είχανε πιάσει τίποτα τα δίχτυα του και βρήκε τον αετό. Ήταν ένα όμορφο, περήφανο πουλί κι ο γεωργός, που ήτανε καλός άνθρωπος, λυπήθηκε να τον σκοτώσει. Ξέλυσε λοιπόν τα βρόχια κι άφησε τον αετό να φύγει.

Αλλ' ο αετός δεν ήταν αχάριστος κι όλο πετούσε πάνω από το χωράφι του γεωργού, σαν να 'θελε να δείξει πως τον θυμόταν πάντα.

Ένα μεσημέρι, ο γεωργός είχε καθίσει, κουρασμένος, στον ίσκιο ενός παμπάλαιου τοίχου, για να κολατσίσει.

Ξαφνικά, πέφτει απάνω του ο αετός, του αρπάζει το σκούφο από το κεφάλι του και τον αφήνει απ' τα νύχια του στην άκρη του χωραφιού, πάνω σ' ένα χαμόδεντρο.

– Τι σ' έπιασε, κυρ – αετέ; του φώναξε ο γεωργός.

Και σηκώθηκε να πάει να πάρει το σκούφο του. Όταν γύρισε όμως πίσω, είδε πως ο παμπάλαιος εκείνος τοίχος είχε γκρεμιστεί και πως ένας σωρός από βαριές πέτρες είχε πέσει, εκεί ακριβώς όπου καθότανε, πριν λίγο, και κολάτσιζε.

Και τότε κατάλαβε πως ο αετός επίτηδες του είχε αρπάξει το σκούφο, για να τον απομακρύνει από τον ετοιμόρροπο τοίχο.

Загрузка...