Η Αλκυόνα

Η αλκυόνα, το πουλί, ζούσε πρώτα στα δάση και στις λαγκαδιές, αλλά την κυνηγούσαν τόσο πολύ οι άνθρωποι, ώστε αποφάσισε να φύγει από κει.

Διάλεξε λοιπόν τα πιο ερημικά μέρη, για να στήσει τη φωλιά της, αλλά πουθενά δεν έβρισκε την ησυχία της, γιατί πάντοτε κάποιος άνθρωπος θα περνούσε από κείνο το ερημικό μέρος και θα της χαλούσε τη φωλιά, για να πάρει τα πουλάκια της.

Είδε κι απόειδε η καημένη η αλκυόνα κι έφυγε κι από κει.

Καθώς πετούσε, ψάχνοντας να βρει μέρος ήσυχο κι ερημικό, για να χτίσει τη φωλιά της, έφτασε σ' ένα μακρόστενο ακρωτήρι, που προχωρούσε βαθιά στη θάλασσα. Το ακρωτήρι ήταν ένας βράχος, χωρίς καμιά πρασινάδα απάνω του κι η αλκυόνα σκέφτηκε πως σ' αυτό το μέρος, σίγουρα δεν θα 'ρχονταν ποτέ οι άνθρωποι.

Έφτασε λοιπόν, πετώντας, ως τη μύτη του ακρωτηριού κι εκεί είδε ένα ψηλό λιθάρι, που ορθωνόταν άκρη – άκρη στη θάλασσα.

«Εδώ θα είμαι ασφαλισμένη από τους ανθρώπους», σκέφτηκε η αλκυόνα.

Πέταξε λοιπόν στο δάσος, μάζεψε φρύγανα κι έστησε στην κορυφή του λιθαριού, τη φωλιά της. Εκεί μέσα γέννησε τα αυγά της και κάθισε να τα κλωσήσει.

Όταν έσπασαν τ' αυγά και φάνηκαν τα κεφαλάκια των πουλιών, η αλκυόνα τρελάθηκε από τη χαρά της.

Όλο πετούσε στο δάσος, για να βρει σκουληκάκια και μύγες, να ταΐσει τα πουλάκια της, κι εκείνα είχαν ολοένα ανοιχτά τα ράμφη τους, γιατί ήταν αχόρταγα. Αλλ' η αλκυόνα δεν κουραζότανε να πετάει για να τους βρει τροφή, γιατί χαιρότανε, που τα πουλάκια της θα μεγάλωναν ήσυχα – ήσυχα, χωρίς κανένα φόβο μήπως της τ' αρπάξουν οι άνθρωποι.

Μια μέρα όμως, που έλειπε στο δάσος για να πιάσει μύγες και σκουλήκια, φύσηξε άνεμος δυνατός, η θάλασσα φουρτούνιασε και σηκώθηκαν κύματα πελώρια, που σκέπασαν το λιθάρι της ακτής και σάρωσαν τη φωλιά με τα πουλάκια.

Όταν γύρισε αργότερα η αλκυόνα κι είδε την καταστροφή, κάθισε και κελάηδησε πικρά.

– Δυστυχία μου! έλεγε. Έφυγα από τη στεριά, όπου όλοι με κυνηγούσαν, κι ήρθα στη θάλασσα, μα κι αυτή μου στάθηκε άπιστη.

Загрузка...