Κάποτε, ένα λιοντάρι μέσα στη σπηλιά του.
Όλη τη νύχτα γυρνούσε, κυνηγώντας, είχε φάει πολύ, είχε χορτάσει και τώρα είχε βυθιστεί στον ύπνο και ροχάλιζε.
Τα άλλα τ' αγρίμια και τα ζώα του λόγγου άκουγαν το ροχαλητό του λιονταριού και το 'βαζαν στα πόδια, γιατί, και κοιμισμένο ακόμα, το φοβόντουσαν.
Μόνο μια αλεπού, περνώντας απέξω από τη σπηλιά, άκουσε το ροχαλητό και στάθηκε να δει το βασιλιά των αγριμιών που κοιμόταν.
Εκείνη τη στιγμή, ένας ποντικός, που είχε τρυπώσει από νωρίς μέσα στη σπηλιά, θέλησε να φύγει και περπάτησε πάνω στο κορμί του κοιμισμένου θεριού, που του έφραζε το δρόμο του.
Το λιοντάρι ξύπνησε αμέσως, τρομαγμένο, και κοιτούσε να δει τι ήταν εκείνο που περπατούσε απάνω του.
Η αλεπού άρχισε να γελάει και να το κοροϊδεύει.
– Δεν το περίμενα ποτέ, του είπε, να τρομάξεις, εσύ, ο βασιλιάς των αγριμιών από έναν ποντικό.
– Δεν τρόμαξα από τον ποντικό, της αποκρίθηκε το λιοντάρι. Παραξενεύτηκα μόνο που βρέθηκε ένα ζώο να περπατάει πάνω στο κορμί ενός κοιμισμένου λιονταριού.