Οι Κλέφτες κι ο Πετεινός

Κάτι κλέφτες, είχανε βάλει στο μάτι ένα σπίτι, που βρισκότανε στην άκρη του χωριού, μακριά από τ' άλλα.

Ήξεραν πως, εκείνος που το είχε, ήτανε καλός νοικοκύρης και λογάριαζαν πως θα' βρισκαν πολλά πράγματα εκεί μέσα για να κλέψουν.

Περνούσαν λοιπόν, κάθε βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, έξω από το σπίτι, αλλά τα σκυλιά, που ήταν στην αυλή, γάβγιζαν δυνατά, ο πετεινός από το κοτέτσι ξεφώνιζε «κουκουρίκου!» κι οι κλέφτες δεν τολμούσαν να μπούνε στο σπίτι γιατί, ή θα τους έσχιζαν τα σκυλιά, ή θα τους έπιαναν οι άνθρωποι.

Έπειτα έλειψαν ένα διάστημα από κείνο το μέρος, γιατί έκλεβαν σ' άλλο χωριό, κι όταν ξαναγύρισαν θυμήθηκαν το σπίτι του νοικοκύρη κι είπαν να πάνε κανένα βράδυ, για να δοκιμάσουν, μήπως μπορέσουν να μπούνε μέσα, να κλέψουν.

Περίμεναν λοιπόν να γίνουν μεσάνυχτα και τότε ξεκίνησαν.

Όταν έφτασαν έξω από το σπίτι, κανένα σκυλί δεν γάβγισε, όπως άλλοτε και, παίρνοντας θάρρος, μπήκανε στην αυλή. Τα σκυλιά έλειπαν.

– Ευκαιρία! είπαν οι κλέφτες.

Και, σπάζοντας σιγά μια πόρτα, μπήκανε στο σπίτι.

Όλα τα δωμάτιά του όμως ήταν αδειανά και δεν βρήκαν τίποτα να κλέψουν, γιατί ο νοικοκύρης του σπιτιού το είχε αδειάσει κι είχε φύγει λίγες μέρες πριν.

Καθώς πήγαιναν να φύγουν, απελπισμένοι, άκουσαν ένα δυνατό «κουκουρίκου!». Ήταν ο πετεινός, που είχε ξεχάσει το αφεντικό του να τον πάρει μαζί του.

– Κάποιος πετεινός λάλησε! είπε ο ένας κλέφτης που τον άκουσε πρώτος.

– Πάμε να τον βρούμε, είπε ένας άλλος. Απ' το τίποτα, καλός είναι κι ο πετεινός.

Βγήκαν λοιπόν στην αυλή κι άρχισαν να ψάχνουν για τον πετεινό.

Οι κλέφτες μπήκαν στο κοτέτσι, τον άρπαξαν κι ετοιμάστηκαν να τον σφάξουν.

– Μη με σκοτώσετε! τους παρακάλεσε ο πετεινός. Με χρειάζονται οι άνθρωποι, για να τους ξυπνάω να πηγαίνουν στις δουλειές τους.

– Τους ξυπνάς κι έτσι εμποδίζεις εμάς να τους κλέψουμε, του αποκρίθηκαν οι κλέφτες.

Και τον έσφαξαν, γιατί ωφελούσε τους τίμιους ανθρώπους κι έβλαπτε αυτούς, που ήταν κλέφτες.

Загрузка...