Κάποτε, ένα λιοντάρι είχε βάλει στο μάτι έναν άγριο ταύρο.
Ήθελε να τον φάει, αλλά δεν τολμούσε να πέσει απάνω του και να χώσει τα νύχια του στο σβέρκο του, όπως έκανε με τ' άλλα ζώα, που κυνηγούσε, γιατί ο ταύρος ήτανε τόσο δυνατός κι είχε τόσο μυτερά κέρατα, ώστε θα μπορούσε να το ξεκοιλιάσει. Ούτε τολμούσε να του επιτεθεί, ξαφνικά, από πίσω, γιατί ο αγριόταυρος είχε οπλές σαν από ατσάλι και, με μια κλοτσιά του, θα μπορούσε να του σπάσει το κεφάλι.
Ωστόσο, το λιοντάρι επιθυμούσε πολύ να φάει εκείνο τον ταύρο και, για να πετύχει το σκοπό του, αποφάσισε να φερθεί με πονηριά.
Άρχισε λοιπόν να του καλομιλάει, να του δείχνει φιλίες, να μην τον πειράζει ποτέ, την ώρα που βοσκούσε, να τον αφήνει πρώτο να πίνει νερό, όποτε τύχαινε να πάνε την ίδια ώρα κι οι δυο στην πηγή.
Αφού πέρασε έτσι καιρός και κέρδισε την εμπιστοσύνη του ταύρου, του λέει μια μέρα:
– Σκότωσα ένα πολύ νόστιμο αρνί και το πήγα στη σπηλιά μου. Έλα να δοκιμάσεις!
Γιατί είχε σκοπό ν' αφήσει τον ταύρο να δοκιμάσει εκείνο το αρνί κι έτσι να βρει την ευκαιρία να πέσει απάνω του και να τον φάει.
Ο άγριος ταύρος δέχτηκε την πρότασή του και ξεκίνησαν μαζί για τη σπηλιά του λιονταριού.
Όταν όμως έφτασαν εκεί, ο ταύρος στράφηκε να φύγει.
– Γιατί φεύγεις; τον ρώτησε το λιοντάρι.
– Γιατί στη σπηλιά σου δεν βλέπω κανένα πρόβατο, μόνο καζάνια και σούβλες που δείχνουν προετοιμασίες για ταύρο! του εξήγησε εκείνος.