Στην πλαγιά ενός ψηλού βουνού, φύτρωναν, πλάι-πλάι, ένα έλατο κι ένας βάτος.
Το έλατο ήτανε λαμπαδόκορμο, τα κλαδιά του μακριά, τα βελονωτά φύλλα του καταπράσινα κι ήτανε γεμάτο κουκουνάρια, που υψώνονταν σαν καντήλια προς τον ουρανό και μοσχομύριζε ολόκληρο από ρετσίνα κι ελατίλα.
Ήταν από τα πιο όμορφα δέντρα του μεγάλου εκείνου δάσους κι ο οδοιπόρος, που στεκότανε για να ξεκουραστεί, να κολατσίσει ή να πλαγιάσει κάτω από τον ίσκιο του, ανάσαινε βαθιά το μυρωμένο από την ελατίσια πνοή του αεράκι του βουνού, κι όταν ξάπλωνε στον ίσκιο του και κοιτούσε ψηλά, μέσα από τα πυκνά κλαδιά του, θαρρούσε πως βρισκότανε κάτω από το θόλο μιας καταπράσινης εκκλησίας και τα μάτια του θάμπωναν – τόσο όμορφο ήταν εκείνο το έλατο!
Ο βάτος ο καημένος, που είχε φυτρώσει δίπλα του, είχε απλώσει κι αυτός τ' αγκαθωτά κλαδιά του γύρω του, τα είχε γεμίσει με μικρά, πράσινα φυλλαράκια, είχε αγκαλιαστεί με μιαν άγρια βατομουριά κι όταν στολιζότανε κι αυτή με τα βατόμουρά της, καμάρωνε κι έλεγε πως μπορεί να μην είχε ίσκιο για να δώσει στον οδοιπόρο να ξεκουραστεί, είχε όμως τους νόστιμους, άγριους καρπούς του, που τον δρόσιζαν.
Οι δυο γείτονες, το έλατο κι ο βάτος, όταν δεν είχαν κανένα διαβάτη να περιποιηθούν, κι έμεναν ώρες ολόκληρες ολομόναχοι, έπιαναν τη συζήτηση.
– Είμαι πολύ όμορφο δέντρο, έλεγε δυνατά το έλατο, για ν' ακούει τα λόγια του ο βάτος.
Ο βάτος, ο καημένος, έσκυβε το κεφάλι του και δεν έβγαζε μιλιά.
– Είμαι το πιο όμορφο δέντρο του δάσους, συνέχιζε το έλατο. Πόσο θα με ζηλεύεις, ε;
– Να σε ζηλεύω; Μα γιατί; το ρώτησε απορημένος ο βάτος.
– Εγώ είμαι ψηλό και λυγερό κι όμορφο, έλεγε το έλατο. Από μένα γίνονται οι στέγες των εκκλησιών και τα κατάρτια των καραβιών, που ταξιδεύουν στις απέραντες θάλασσες. Εσύ τι είσαι μπροστά μου;
Το είπε μια φορά, δυο φορές, τρεις – ώσπου ο βάτος δεν κρατήθηκε μια μέρα και του αποκρίθηκε:
– Όταν θα 'ρθουν οι λοτόμοι με τα τσεκούρια τους και θ' αρχίσουν να σε πελεκάνε, θα εύχεσαι να ήσουνα βάτος ταπεινός καλύτερα, παρά περήφανο έλατο.