Ο Κάβουρας κι η Αλεπού

Ζούσε, κάποτε, ένας κάβουρας σε μιαν ακρογιαλιά.

Ήταν πολλά καβούρια σ' εκείνη την ακρογιαλιά, που ζούσαν ανάμεσα στους βράχους και στα φύκια και, καμιά φορά, έβγαιναν για λίγο στην αμμουδιά, ως εκεί που έφτανε το κύμα της θάλασσας, κι έπειτα ξαναγυρνούσαν στις φωλιές τους.

Εκεί, ανάμεσα στα βράχια και στα φύκια, που πότε τα σκέπαζε και πότε τα ξεσκέπαζε η θάλασσα, ζούσαν όλα μαζί τα καβούρια, έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόντουσαν. Κι εκεί, στις πιο βαθιές σπηλίτσες, ή κάτω από βραχάκια, που σχημάτιζαν κουφάλα, κρύβονταν όταν τ' απειλούσε κανένας κίνδυνος.

Αλλ' αυτός ο κάβουρας είχε βαρεθεί να ζει όπως τ' άλλα τα καβούρια. Όταν ανέβαιναν στην ακρογιαλιά και τ' άλλα έτρεχαν να ξαναπέσουν στο νερό, αυτός αργοπορούσε και, καμιά φορά, προχωρούσε λίγα μέτρα στην αμμουδιά, γιατί ήθελε να δει πώς είναι ο κόσμος της στεριάς.

Τέλος, μια μέρα, αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη θάλασσα.

Προχώρησε στην αμμουδιά ώσπου βρήκε ένα ποταμάκι που κυλούσε ανάμεσα σε πέτρες κι ανέβηκε την κοίτη του ποταμού για να δει τι είναι πιο πέρα.

Έφτασε, έτσι, σ' ένα δάσος και παραξενεύτηκε γιατί ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει δέντρα και, στην αρχή, νόμισε πως είναι κατάρτια καραβιών.

Αλλά, καθώς προχωρούσε θαυμάζοντας όσα έβλεπε γύρω, τον είδε μια πεινασμένη αλεπού και πήδησε απάνω του για να τον φάει.

«Καλά να τα πάθω!», είπε μέσα του ο καημένος ο κάβουρας. «Αφού ήμουνα θαλασσινός, τι γύρευα στη στεριά;»

Загрузка...