Το φυλακισμένο Λιοντάρι κι ο Κυνηγός

Ένας πλούσιος χτηματίας είχε το υποστατικό του στην άκρη ενός πυκνού και άγριου δάσους και, για να το προφυλάξει από τ' αγρίμια, είχε χτίσει γύρω του έναν τοίχο πολύ ψηλό, που κανένα αγρίμι δεν θα μπορούσε να τον πηδήσει.

Μέσα στο υποστατικό του είχε ξεχωριστό μαντρί για τα πρόβατά του και στάβλο για τις αγελάδες του και, κάθε βράδυ που οι βοσκοί έφερναν τα ζώα από τη βοσκή, τα 'κλειναν εκεί μέσα, έκλειναν και τη βαριά πόρτα του υποστατικού κι έτσι ο χτηματίας, που το σπίτι του ήτανε πλάι στο υποστατικό, μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος.

Ένα πρωί, που είχαν ανοίξει τη μεγάλη πόρτα του υποστατικού για να βγάλουν τα ζώα να τα πάνε στη βοσκή, πήδησε μέσα στην αυλή ένα λιοντάρι, που βγήκε από το διπλανό δάσος.

– Κλείστε αμέσως την πόρτα! Θα το πιάσουμε ζωντανό! φώναξε δυνατά ο χτηματίας.

Κι αμέσως οι άνθρωποι του έκλεισαν τη βαριά πόρτα του υποστατικού, την αμπάρωσαν απέξω και το λιοντάρι έμεινε φυλακισμένο.

– Να πάτε στην πολιτεία να φέρετε κυνηγούς λιονταριών, για να το πιάσουν ζωντανό! πρόσταξε ο χτηματίας.

Ο χτηματίας κάθισε στο σπίτι και περίμενε, ήσυχος, να 'ρθουν οι κυνηγοί λιονταριών.

Η πολιτεία ήτανε μακριά κι οι άνθρωποι του θα έκαναν δυο μέρες να πάνε και δυο μέρες να γυρίσουν.

– Σε μια βδομάδα, το λιοντάρι θα 'ναι κλεισμένο στο σιδερένιο κλουβί! έλεγε ο χτηματίας στη γυναίκα του κι ήταν ευχαριστημένος από το σχέδιο του.

Στο μεταξύ, όμως, το λιοντάρι, που είχε κλειστεί μέσα στο υποστατικό, πεινούσε κι ήθελε να βγει για να πάει στο δάσος να κυνηγήσει. Προσπάθησε να πηδήσει τον τοίχο και να φύγει, αλλ' ο τοίχος ήτανε τόσο ψηλός, ώστε δεν τα κατάφερε.

Ρίχτηκε τότε στη μάντρα, έσπασε την πόρτα της κι έπεσε απάνω στα πρόβατα.

Μέσα σε δυο μέρες, τα είχε φάει όλα.

Την τρίτη μέρα, μια που δεν είχε άλλα πρόβατα να φάει, έπεσε πάνω στην πόρτα του στάβλου, την έσπασε και πήδησε πάνω στη ράχη μιας γελάδας, δαγκώνοντας με λύσσα το λαιμό της. Η γελάδα σωριάστηκε καταγής και το λιοντάρι την έφαγε.

Την άλλη μέρα, δεν υπήρχε γελάδα ζωντανή μέσα στο στάβλο.

Ο χτηματίας, που άκουγε τα τρομαγμένα βελάσματα των προβάτων, τα μουγκανητά των αγελάδων και τους βρυχηθμούς του λιονταριού, κατάλαβε τι γινότανε μέσα στο υποστατικό και φοβήθηκε μήπως το αγρίμι κατορθώσει και πηδήσει από τον τοίχο και τότε κινδύνευε κι αυτός μέσα στο σπίτι του.

Πήγε λοιπόν κι άνοιξε σιγά – σιγά τη βαριά πόρτα του υποστατικού, για να μπορέσει το λιοντάρι να φύγει προς το δάσος.

– Καλά να πάθεις! του είπε η γυναίκα του, όταν τον άκουσε ν' αναστενάζει. Πώς σου ήρθε να φυλακίσεις ένα θηρίο που, όταν το βλέπεις από μακριά πρέπει να το βάζεις στα πόδια;

Загрузка...