Το Λιοντάρι, ο Λύκος κι η Αλεπού

Ένα γέρικο λιοντάρι αρρώστησε και δεν ξαναβγήκε στο κυνήγι, μόνο έμενε πλαγιασμένο στη σπηλιά του.

Τ' άλλα τα ζώα του δάσους, που το φοβόντουσαν, ακόμα και τώρα, που ήταν άρρωστο, πήγαιναν να το δουν, να ρωτήσουν πώς είναι, να του ευχηθούν να γίνει σύντομα καλά. Πήγαν όλα, εκτός από την αλεπού.

Όταν πήγε κι ο λύκος, που είχε μάθει, στο μεταξύ, πως η αλεπού δεν είχε φανεί, βρήκε την ευκαιρία να την κατηγορήσει:

– Εμείς όλα τ' αγρίμια του λόγγου σε σεβόμαστε, βασιλιά μου, είπε στο λιοντάρι, κι ευχόμαστε μ' όλη μας την καρδιά να γίνεις γρήγορα καλά, γιατί σαν και σένα βασιλιά δε θα βρούμε άλλον. Μονάχα εκείνη η καταραμένη αλεπού δεν σε σέβεται καθόλου, κι ούτε ήρθε να δει τι κάνεις κι αν χρειάζεσαι τίποτα.

Εκείνη τη στιγμή, έμπαινε στη σπηλιά του άρρωστου λιονταριού κι η αλεπού. Άκουσε τι είπε ο λύκος, αλλά προσποιήθηκε πως ερχότανε λαχανιασμένη από μακρύ δρόμο και πως δεν είχε ακούσει τίποτα.

– Να με συγχωρείς, βασιλιά μου, άρχισε να λέει, που άργησα να 'ρθω να σε δω! Σκέφτηκα όμως πως ήταν προτιμότερο, αντί να ρωτάω πώς είσαι, να πάω να βρω ένα γιατρό, να μου πει τι πρέπει να κάνεις για να γίνεις καλά.

– Και τι σου είπε ο γιατρός;

– Μου είπε, ότι, για να γίνεις αμέσως καλά, πρέπει να γδάρεις ένα λύκο και να τυλιχτείς στο τομάρι του όσο είναι ζεστό ακόμα!

Ώσπου να προφτάσει ο λύκος να φύγει, το λιοντάρι τον είχε κιόλας σκοτώσει κι άρχισε να τον γδέρνει.

Την είχε πάθει, βλέπετε, κι είχε πέσει στην παγίδα, που είχε στήσει για την αλεπού.

Загрузка...