Κάποτε, μια μαϊμού πηδώντας από δέντρο σε δέντρο, έφτασε στην ακροθαλασσιά κι εκεί κάθισε πάνω σ' ένα χοντρό κλαδί και κοιτούσε τους ψαράδες.
Είχανε ρίξει από τη νύχτα τα παραγάδια τους και τώρα τα τραβούσαν έξω, χωμένοι ως τη μέση στο νερό, και σιγά-σιγά, εκείνα έβγαιναν στην επιφάνεια, γεμάτα ψάρια. Οι ψαράδες τα έσυραν στην αμμουδιά κι έπειτα πήγαν να πλαγιάσουν κάτω από κάτι δέντρα, για να ξεκουραστούν, κι εκεί τους πήρε ο ύπνος.
Η μαϊμού, που τους είχε παρακολουθήσει, χωρίς εκείνοι να την αντιληφθούν, όταν τους είδε να ξεμακραίνουν, κατέβηκε από το δεντρί της, πήγε κοντά στα δίχτυα και κοιτούσε τα πιασμένα ψάρια, που σπαρταρούσαν ακόμα.
«Όμορφη δουλειά είναι αυτή και πολύ εύκολη», είπε μέσα της. «Ρίχνεις αυτό το πράγμα στη θάλασσα, κι έπειτα το σέρνεις στην αμμουδιά και έχει τόσα ψάρια ώστε μπορούν να φάνε και να χορτάσουν δέκα μαϊμούδες».
Αποφάσισε λοιπόν να κάνει κι αυτή το ίδιο και βάλθηκε να ρίξει τα δίχτυα στη θάλασσα. Αλλά, καθώς ήταν άμαθη από τέτοια, όπως τα 'σερνε από δω και από κει, βρέθηκε πιασμένη μέσα στα δίχτυα και δεν μπορούσε πια να βγει, όσο και αν πάλευε.
«Καλά να πάθω!», είπε μέσα της. «Αφού δεν ξέρω να ψαρεύω, τι μου ήρθε να κάνω τον ψαρά;»