Ο Δίας αποφάσισε κάποτε να βάλει ένα πουλί βασιλιά όλων των άλλων.
Τα κάλεσε λοιπόν όλα στον Όλυμπο και τους είπε:
– Ύστερα από τρεις μέρες να συναχθείτε όλα τα πουλιά εδώ πάνω και το πιο όμορφο απ' όλα θα το κάνω βασιλιά σας.
Το καθένα απ' αυτά πίστευε πως ήτανε πιο όμορφο απ' τ' άλλα, όλα όμως ήθελαν να δείχνουνε πιο όμορφα απ' ότι ήταν.
Κατέβηκαν λοιπόν σ' ένα ποταμάκι κι άρχισαν να λούζονται και να φτιάχνουν με τα ράμφη τα φτερά τους, για να παρουσιαστούνε καθαρά και περιποιημένα μπροστά στο βασιλιά των Θεών.
Η καλιακούδα, μόλο που ήξερε πόσο άσχημη ήτανε, πήγε κι αυτή στο ποτάμι, μαζί μ' όλα τ' άλλα τα πουλιά.
Αλλά τι έκανε η πονηρή; Μάζεψε τα πιο πολύχρωμα φτερά, που έπεφταν από τ' άλλα πουλιά, την ώρα που περιποιόντουσαν το φτέρωμά τους, και τα κόλλησε απάνω της.
Έτσι, όταν έφτασε η μέρα, που είχε ορίσει ο Δίας, και παρουσιάστηκαν όλα τα πουλιά μπροστά του, πήγε κι η καλιακούδα και, καθώς ήτανε στολισμένη με τα πιο πολύχρωμα φτερά, ήταν η πιο φανταχτερή απ' όλα.
Ο Δίας θαμπώθηκε, όταν την είδε.
Δεν πρόφτασε όμως να την κάνει βασίλισσα, γιατί τ' άλλα τα πουλιά, που μάντεψαν το σκοπό του, έπεσαν απάνω στην καλιακούδα κι άρχισαν να την τσιμπούνε και να της ξεκολλάνε καθένα το δικό του το φτερό.
Κι έτσι η καλιακούδα έχασε τα φανταχτερά, πολύχρωμα φτερά κι έγινε πάλι άσχημη, όπως ήτανε και πριν.