Μια μέρα, σ' όλη τη γη μαθεύτηκε πως θα γίνονταν οι γάμοι του Ήλιου.
Είχε αρχίσει το καλοκαίρι, κι όλα τα ζώα, ήμερα κι άγρια, που είχανε δεινοπαθήσει το χειμώνα από το κρύο, τις βροχές και τα χιόνια, χάρηκαν όταν το 'μαθαν. Γιατί τον ήλιο τον αγαπούσανε πολύ, επειδή τα ζέσταινε και δεν τ' άφηνε να ξεπαγιάσουν, όπως έκανε ο εχθρός τους, ο Χειμώνας.
Πρώτος ο αετός έμαθε την είδηση γιατί μόνο αυτός πετάει ψηλά και μπορεί κι αντικρίζει τον ήλιο κατάματα. Είδε λοιπόν τις προετοιμασίες του γάμου, που γίνονταν στ' ολόχρυσο παλάτι του Ήλιου και το είπε στην πετροπέρδικα. Η πετροπέρδικα το είπε στην κίσσα, που είναι το πιο φλύαρο πουλί του λόγγου, κι εκείνη δεν άφησε πουλί που να μην το πει.
Από τα πουλιά του δάσους τ' άκουσαν οι σκίουροι, που σκαρφαλώνουν πάνω στα δέντρα. Κι οι σκίουροι κατέβηκαν γρήγορα – γρήγορα από τα δέντρα και το είπαν στους λαγούς κι οι λαγοί, όταν τους κυνήγησαν τα σκυλιά, άρχισαν να φωνάζουν:
– Μη μας κυνηγάτε, γιατί αύριο γίνονται οι γάμοι του Ήλιου κι όλα τα ζώα πρέπει να 'μαστέ αγαπημένα.
Τα σκυλιά χάρηκαν κι άφησαν τους λαγούς ακυνήγητους.
Κι όταν οι αλεπούδες είδανε τα σκυλιά κι ετοιμάστηκαν να το βάλουν στα πόδια, εκείνα τους φώναξαν:
– Μη φεύγετε, γιατί δε θα σας κυνηγήσουμε. Αύριο γίνονται οι γάμοι του Ήλιου κι όλα τα ζώα είμαστε χαρούμενα και δεν πειράζουμε το ένα τ' άλλο.
Έτσι, από στόμα σε στόμα, το 'μαθαν κι οι βάτραχοι, που κατοικούσαν σ' ένα μικρό βάλτο κι άρχισαν κι αυτοί να φωνάζουν χαρούμενοι:
– Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!
– Βρεκεκέξ! Παντρεύεται ο Ήλιος!
Ένας όμως γερο – βάτραχος τους μάλωσε:
– Τι χαιρόσαστε, ανόητοι; τους είπε. Αφού μόνος του όπως είναι ο Ήλιος, ξεραίνει όλους τους βάλτους, φαντάζεστε τι θα γίνει τώρα που θα πάρει και γυναίκα;
Κι οι βάτραχοι κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να χαίρονται για κάτι που δεν τους συνέφερε.