Κάποτε, ο Διογένης, ο αρχαίος φιλόσοφος, είχε κινήσει για ένα μακρινό ταξίδι.
Πεζοπορούσε, γιατί δεν είχε χρήματα για να νοικιάσει κανένα άλογο, ή κανένα γάιδαρο, αλλά δεν τον ένοιαζε, γιατί δεν βιαζότανε.
Κάποτε, έφτασε σ' ένα ποτάμι, που το νερό του ήταν αρκετά βαθύ κι ο Διογένης στάθηκε στην όχθη του αναποφάσιστος. Να μπει στο ποτάμι δεν το αποφάσιζε, γιατί δεν ήξερε κολύμπι, το νερό έφτανε ως τη μέση του και φοβότανε μήπως, πιο πέρα, ήταν βαθύτερο.
Κάποιος πονόψυχος άνθρωπος, που τον είδε, του πρότεινε τότε να τον πάρει στη ράχη του και να τον περάσει στην αντικρινή όχθη.
Ο Διογένης δέχτηκε κι έτσι πέρασε το ποτάμι, καβάλα στη ράχη εκείνου του ανθρώπου.
Όταν έφτασαν αντικρύ, στενοχωρήθηκε που ήταν τόσο φτωχός, ώστε δεν είχε να δώσει κάτι σ' εκείνο τον καλό τον άνθρωπο, για τον κόπο του.
Στο μεταξύ, όμως, έφτασε κι ένας άλλος στρατοκόπος κι ο καλός άνθρωπος προσφέρθηκε να τον περάσει κι εκείνον πάνω στη ράχη του.
Τότε ο Διογένης τον πλησίασε και του είπε:
– Νόμιζα ότι σου χρωστάω χάρη για το καλό που μου έκανες, αλλά τώρα βλέπω ότι δεν σου χρωστάω τίποτα. Γιατί, ό,τι κάνεις, δεν το κάνεις με την κρίση σου, αλλά με την τρέλα σου.
Και το πίστευε αυτό ο Διογένης γιατί θεωρούσε τρελό εκείνον που εξυπηρετεί κι ένα φιλόσοφο, όπως αυτόν, κι έναν ασήμαντο στρατοκόπο.