Σ ένα μεγάλο βάλτο στα παλιά, πολύ παλιά χρόνια, ζούσανε πολλοί βάτραχοι. Όλη μέρα κι όλη νύχτα, άκουγες, σ' εκείνο τον απέραντο βάλτο:
– Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ! Κι όλη μέρα κι όλη νύχτα, άκουγες θυμωμένα «Βρεκεκέξ», πότε εδώ, πότε εκεί, γιατί πάντοτε υπήρχαν βάτραχοι, που θα μάλωναν μεταξύ τους, πότε για το' να και πότε για τ' άλλο.
Οι γεροντότεροι βάτραχοι, που δεν ήταν πια ζωηροί, σαν άλλοτε, κι έτσι δεν είχαν καμιάν όρεξη, ούτε και μπορούσαν να μαλώσουν, κουνούσαν θλιβερά τις χοντροκεφαλές τους κι έλεγαν:
– Βρεκεκέξ! Μόνο εδώ στο βάλτο σ' εμάς τους βατράχους γίνεται αυτό το κακό.
– Βρεκεκέξ! Κοιτάχτε τις αγριόπαπιες. Τις κυνηγούν οι άνθρωποι μέσα στο βάλτο, αλλ' αυτές δεν κυνηγιούνται αναμεταξύ τους.
– Βρεκεκέξ! Είναι γιατί έχουν βασιλιά!
– Βρεκεκέξ! Τι είναι βασιλιάς;
– Βρεκεκέξ! Αυτός που τους κυβερνάει και λύνει τις διαφορές τους για να μη μαλώνουν.
– Βρεκεκέξ! Θέλουμε κι εμείς βασιλιά!
– Κοάξ! Κοάξ! Θέλουμε βασιλιά.
Όλοι τώρα οι βάτραχοι άρχισαν να φωνάζουν ότι θέλουν βασιλιά κι άκουγες από παντού «Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!» τόσο πολλά και τόσο δυνατά, ώστε εκείνες οι φωνές έφτασαν και στον ουρανό, ψηλά στον Όλυμπο, εκεί όπου έμεναν οι δώδεκα θεοί.
Άκουσε τις φωνές των βατράχων ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών και σούφρωσε τα φρύδια του. Ακούστηκαν τότε κάτι δυνατές βροντές κι αμέσως οι βάτραχοι σώπασαν κατατρομαγμένοι. Γιατί πάντοτε, όταν κουνούσε τα φρύδια του ο Δίας, ακούγονταν δυνατές βροντές κι όλος ο κόσμος, άνθρωποι και ζώα, τρόμαζαν.
– Τι έχετε και φωνάζετε, σεις οι βάτραχοι, μέσα στο βάλτο; ρώτησε ο Δίας.
– Βρεκεκέξ! Δία μου, θέλουμε βασιλιά! είπαν με σεβασμό οι γέροι βάτραχοι. Θέλουμε βασιλιά, για να μας κυβερνάει και να μη μαλώνουμε!
Γέλασε ο Δίας με τη βλακεία τους και, για να τους ξεφορτωθεί, πήρε ένα πεσμένο γέρικο έλατο και το 'ριξε μέσα στο βάλτο.
– Πάρτε το βασιλιά σας! φώναξε.
Το γέρικο έλατο έπεσε βροντώντας μέσα στο βάλτο κι οι βάτραχοι κρύφτηκαν κατατρομαγμένοι. Όταν συνήλθαν κάπως από τον τρόμο τους, μαζεύτηκαν όλοι γύρω του και το θαύμαζαν. Έπειτα όμως, βλέποντας πως δεν κουνιόταν, ούτε μιλούσε, ανέβηκαν απάνω του κι άρχισαν να πηγαινοέρχονται, για να βρούνε το στόμα του και τ' αυτιά του. Και, καθώς είχανε μαζευτεί χιλιάδες πάνω στο γέρικο έλατο, δεν άργησαν να μαλώσουν μεταξύ τους κι οι φωνές τους και τα «Βρεκεκέξ» τους ξύπνησαν το Δία, που κοιμόταν εκείνη την ώρα.
– Τι θέλετε, βάτραχοι, και φωνάζετε; τους ρώτησε θυμωμένος. Μου ζητήσατε βασιλιά και σας έδωσα. Γιατί δεν μονοιάζετε τώρα;
– Γιατί ο βασιλιάς που μας έστειλες ούτε σαλεύει, ούτε μιλάει! του εξήγησαν οι γέροι βάτραχοι.
– Πολύ καλά! αποκρίθηκε ο Δίας.
Και, πιάνοντας με τη χούφτα του μερικές νεροφίδες, τις έριξε μέσα στο βάλτο.
– Σας στέλνω άλλους βασιλιάδες! φώναξε.
Οι καινούριοι βασιλιάδες όμως, ούτε ακίνητοι, ούτε αμίλητοι ήταν. Άρχισαν να κυνηγούνε τους βατράχους και να τους τρων έναν – έναν, τόσο γρήγορα, που πια δεν ξανακούστηκε μέσα στο βάλτο κανένα «Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!».
Κι έτσι την έπαθαν οι ανόητοι βάτραχοι, που δεν τους άρεσε για βασιλιάς το αγαθό το έλατο, μόνο ζητούσαν αρχηγό πιο άγριο, που δεν άφησε κανένα τους ζωντανό.