Το Λιοντάρι, η Αλεπού και το Ελάφι

Κάποτε, ένα λιοντάρι αρρώστησε βαριά και δεν μπορούσε πια να βγει, τη νύχτα, για να κυνηγήσει, μόνο έμενε νύχτα και μέρα, πλαγιασμένο μέσα στη σπηλιά του.

Όλα τα ζώα του δάσους και της γύρω περιοχής, άγρια και ήμερα, χάρηκαν, όταν έμαθαν την αρρώστια του, γιατί το λιοντάρι τα κυνηγούσε όλα, κι όλα το φοβόντουσαν.

Και, φυσικά, κανένα ζώο δεν πήγαινε να δει το άρρωστο αγρίμι.

Μόνο μια γριά αλεπού, που η φωλιά της ήτανε κοντά στη σπηλιά, όπου έμενε το λιοντάρι, πήγαινε ταχτικά και το 'βλεπε.

– Πώς πας, λιοντάρι μου, σήμερα; το ρώτησε ένα πρωί, που πήγε να δει πώς είναι.

– Νιώθω μεγάλη αδυναμία, κυρά αλεπού μου! της αποκρίθηκε το λιοντάρι. Με τρώει κι η μοναξιά, γιατί κανένα ζώο δεν έρχεται να ρωτήσει πώς είμαι.

– Είναι όλα αχάριστα, λιοντάρι μου. Μην κοιτάς εμένα… Εγώ διαφέρω απ' όλα τ' αγρίμια. Δεν ξεχνάω ότι ποτέ δεν πείραξες καμιά κότα, ούτε πετεινό, γιατί ξέρεις ότι αυτά τα πουλερικά τα νοστιμεύομαι.

– Εσένα σ' εκτιμώ, κυρά αλεπού μου, και σου έχω εμπιστοσύνη. Κι αν δεν πεθάνω, θα το χρωστάω σ' εσένα…

– Τι θέλεις να πεις, λιοντάρι μου;

– Για να γιατρευτώ, κυρά αλεπού μου, πρέπει να φάω εντόσθια ελαφιού.

– Ώστε αυτό είναι το γιατρικό που σου χρειάζεται; Κρίμα που δεν μπορώ να σου βρω κανένα σκοτωμένο ελάφι, για να σου φέρω τα εντόσθιά του, να τα φας, να γίνεις καλά!

– Τώρα που είμαι άρρωστο, δεν είναι δυνατό να βρεις ελάφι σκοτωμένο, γιατί τα ελάφια τα σκοτώνουμε εγώ κι οι άνθρωποι. Και, καθώς ξέρεις, όταν οι άνθρωποι σκοτώνουν ένα ελάφι, δεν τ' αφήνουν στο δάσος, μόνο το κουβαλάνε στα σπίτια τους.

– Αυτό το ξέρω και γι' αυτό σου λέω ότι δεν θα μπορέσω να σου φέρω εντόσθια ελαφιού.

– Εσύ, όμως, με την εξυπνάδα σου, μπορείς να με βοηθήσεις…

– Πώς, λιοντάρι μου;

– Ξέρεις εκείνο το μεγάλο ελάφι, που ζει μέσα στο λόγγο;

– Και ποιος δεν το ξέρει;

– Ε, λοιπόν, πήγαινε να το βρεις και κατάφερέ το, με τα γλυκόλογά σου, να 'ρθει εδώ μέσα και τότε εγώ το σκοτώνω και τρώω τα εντόσθιά του.

– Πάω κι ελπίζω να τα καταφέρω! υποσχέθηκε η γριά αλεπού.

Έφυγε λοιπόν, τρέχοντας, από τη σπηλιά του λιονταριού και πήγε να βρει το ελάφι.

– Καλημέρα, ελάφι μου, του είπε όσο μπορούσε πιο τρυφερά. Τα 'μαθες τα νέα;

– Ποια νέα;

– Το λιοντάρι, ο βασιλιάς μας, πεθαίνει.

– Τόσο το καλύτερο, γιατί όλα τ' αγρίμια τα κυνηγούσε, απο-κρίθηκε το ελάφι.

– Σ' αυτό έχεις δίκιο. Τ' άλλα τα νέα όμως δεν τα ξέρεις.

– Τι θέλεις να πεις;

– Είναι γείτονάς μου, καθώς ξέρεις, το λιοντάρι και, σαν γείτονας που είναι, μου τα λέει όλα. Μου είπε λοιπόν ότι, τώρα που είναι να πεθάνει, αποφάσισε να βάλει άλλο αγρίμι στη θέση του και να το κάνει βασιλιά.

– Και ποιο θα κάνει βασιλιά; ρώτησε περίεργο το ελάφι. Μήπως το αγριογούρουνο;

– Όχι, γιατί είναι άμυαλο.

– Την αρκούδα;

– Αυτή όλο το χειμώνα πέφτει στον ύπνο και ξυπνάει την άνοιξη.

– Το λεόπαρδο;

– Θυμώνει με το παραμικρό, και δεν κάνει για βασιλιάς.

– Την τίγρη;

– Αυτή είναι πολύ φαντασμένη.

– Τότε, λοιπόν, ποιον λέει να βάλει βασιλιά; ρώτησε απορώντας το ελάφι.

– Εσένα, ελάφι μου, αποκρίθηκε η γριά αλεπού.

– Εμένα; Και πώς του ήρθε αυτή η ιδέα;

– Κι εγώ το ρώτησα και μου εξήγησε γιατί θέλει να σε κάνει βασιλιά. Είσαι, λέει, πολύ ψηλό και δυνατό, ζεις πολλά χρόνια και τα κέρατά σου τα φοβούνται όλα τ' αγρίμια, ακόμη και τα φίδια. Λοιπόν, τώρα τι θα μου δώσεις για την καλή είδηση που σου έφερα; Τάξε μου γρήγορα, γιατί βιάζομαι να γυρίσω στη φωλιά του λιοντα-ριού. Τώρα που είναι άρρωστο, δεν μπορεί να κάνει χωρίς εμένα. Αν θέλεις, μάλιστα, ν' ακούσεις τη συμβουλή μου, έλα και συ μαζί μου, για να 'σαι εκεί, την ώρα που θα πεθάνει κι έτσι να γίνεις αμέσως βασιλιάς των αγριμιών.

Το ελάφι χάρηκε τόσο πολύ, που θα γινότανε βασιλιάς των αγριμιών, ώστε ακολούθησε τη γριά αλεπού, χωρίς να υποψιαστεί τίποτα.

Το λιοντάρι, μόλις το είδε να μπαίνει στη σπηλιά, χύμηξε απάνω του αλλά, καθώς ήταν άρρωστο, δεν μπόρεσε να το δαγκώσει στο λαιμό, αλλά στ' αυτί, που του το έκοψε και το ελάφι το 'βαλε στα πόδια.

– Αχ, τι έκανες! φώναξε απελπισμένη η γριά αλεπού. Κρίμα τους κόπους μου!

Το λιοντάρι βρυχήθηκε, θυμωμένο, γιατί δεν μπόρεσε να κατασπαράξει το ελάφι.

– Κάνε μου τη χάρη, κυρά αλεπού, την παρακάλεσε, να ξαναπάς να μου το φέρεις.

– Θα προσπαθήσω! υποσχέθηκε η γριά αλεπού.

Και ξαναβγήκε στο λόγγο, με το μουσούδι της στο χώμα, για να οσμίζεται πιο εύκολα τ' αχνάρια του ελαφιού.

Τέλος, βρήκε κάτι βοσκούς και τους ρώτησε:

– Μήπως είδατε ένα πληγωμένο ελάφι;

– Είναι εκεί πέρα, μέσα στις φτέρες ξαπλωμένο, της είπαν.

Η γριά αλεπού πήγε και το βρήκε.

– Φύγε από μπροστά μου, βρωμο – αλεπού! της φώναξε το ελάφι θυμωμένο. Μην έρθεις κοντά μου γιατί θα σε τρυπήσω με τα κέρατά μου. Πήγαινε να πουλήσεις τις πονηριές σου αλλού, γιατί εμένα δεν πρόκειται να κοροϊδέψεις άλλη φορά!

– Δεν το περίμενα να είσαι τόσο φοβιτσιάρικο, ελάφι μου! του αποκρίθηκε η γριά αλεπού. Γιατί υποψιάζεσαι και φοβάσαι εμένα, που είμαι η καλύτερη φίλη σου; Έτσι φοβήθηκες κι υποψιάστηκες και το λιοντάρι και κινδυνεύεις να μη γίνεις βασιλιάς!

– Αφού χύμηξε απάνω μου να με φάει….

– Λάθος κάνεις! Σ' έπιασε από τ' αυτί για να σου δώσει κρυφά τις οδηγίες του και συ τρόμαξες και το 'βαλες στα πόδια κι έτσι έμεινε τ' αυτί σου στα δόντια του. Και τώρα θύμωσε μαζί σου και θέλει να κάνει το λύκο βασιλιά!

– Το λύκο; ρώτησε ταραγμένο το ελάφι.

– Ναι, ελάφι μου, το λύκο, και ξέρεις τι κακούργος είναι. Γι' αυτό, έλα γρήγορα, να προφτάσεις το λιοντάρι ζωντανό και να σε κάνει εσένα βασιλιά.

– Μου λες αλήθεια, κυρά – αλεπού; ρώτησε το ελάφι, διστάζοντας ακόμα.

– Σου ορκίζομαι σ' όλα τα φύλλα των δέντρων και σ' όλες τις πηγές του λόγγου, πως όσα σου λέω είναι αλήθεια.

– Τότε πάμε!

Και ξεκίνησαν για τη σπηλιά του λιονταριού. Αυτή τη φορά, όμως, το λιοντάρι περίμενε να πλησιάσει πρώτα το ελάφι κι έπειτα χύμηξε ξαφνικά απάνω του και του 'σπασε το σβέρκο με τα δόντια του. Έπειτα άρχισε να το κατασπαράζει και να τρώει με λαιμαργία το κρέας, τα κόκαλα, τα εντόσθια.

Η γριά αλεπού βρήκε την ευκαιρία κι αρπάζοντας την καρδιά του ελαφιού, την έφαγε γρήγορα – γρήγορα.

Όταν τελείωσε το φαγητό του, το λιοντάρι έψαξε να βρει και την καρδιά του ελαφιού.

– Πού είναι η καρδιά του; ρώτησε.

– Δεν είχε καρδιά! του αποκρίθηκε η πονηρή αλεπού και, για καλό και για κακό, έτρεξε κοντά στην είσοδο της σπηλιάς, για να μπορεί να το σκάσει πιο εύκολα.

– Πώς δεν είχε καρδιά; απόρησε το λιοντάρι.

– Τι καρδιά ήθελες να 'χει, αφού μπήκε δυο φορές μέσα στη σπηλιά σου, ώσπου το 'φαγες;

Το καημένο το ελάφι είχε καρδιά, αλλά μυαλό δεν είχε. Γιατί, αν είχε μυαλό, δεν θα ήτανε φιλόδοξο, κι αν δεν ήτανε φιλόδοξο, δεν θα πίστευε τις ψεύτικες υποσχέσεις της αλεπούς.

Загрузка...