Ένας λύκος είχε συνηθίσει από μικρός να παίζει φλογέρα κι όλα τα ζώα, άγρια κι ήρεμα, που ζούσανε σ' εκείνη την περιοχή, ήξεραν το λύκο που έπαιζε τη φλογέρα.
Μια μέρα, λοιπόν, αυτός ο λύκος αντάμωσε στο δρόμο του, μέσα στο δάσος, ένα κατσίκι και πήδησε απάνω του για να το φάει. Το κατσίκι πρόφτασε και του ξέφυγε κι άρχισε να τρέχει όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Ο λύκος όμως το κυνηγούσε, κι όσο περνούσε η ώρα, η απόσταση, που τους χώριζε, μίκραινε.
Το κατσίκι κατάλαβε πως δεν θα γλίτωνε, γιατί είχε αρχίσει κιόλας να λαχανιάζει, κι ο λύκος, σε λίγο, θα το 'φτανε. Θυμήθηκε τότε πως ο λύκος εκείνος έπαιζε φλογέρα και, καθώς βρισκόταν εκείνη τη στιγμή πάνω σ' ένα βραχάκι, στράφηκε και του είπε:
– Το ξέρω, κυρ – λύκο, πως θα με φας, και το πήρα πια απόφαση. Έχω όμως να σου ζητήσω μια χάρη.
– Τι χάρη; ρώτησε ο λύκος.
– Έμαθα πως παίζεις καλή φλογέρα, αλλά δεν έτυχε να σ' ακούσω ποτέ μου. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη να παίξεις κανένα σκοπό με τη φλογέρα σου, για να σ' ακούσω κι εγώ προτού πεθάνω.
Ο λύκος κολακεύτηκε από τα λόγια του κατσικιού κι αποφάσισε να του κάνει εκείνη τη χάρη. Κάθισε λοιπόν στα πισινά του πόδια, έπιασε τη φλογέρα με τα μπροστινά του, την έβαλε στο στόμα κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό, που τον ήξερε καλά.
Αλλά τη φλογέρα του λύκου την άκουσε ο γιδοβοσκός, την άκουσαν και τα σκυλιά του κι έτρεξαν αμέσως και τον πήραν στο κυνήγι.
– Καλά να τα πάθω, μουρμούριζε ο λύκος, τρέχοντας για να γλιτώσει. Αφού είμαι χασάπης, γιατί να κάνω το μουσικό;