Μια φορά ένα λιοντάρι κι ένας γάιδαρος ανταμώθηκαν σ' ένα δάσος μέσα.
Ο γάιδαρος φοβήθηκε μήπως τον φάει το λιοντάρι και μέσα στη σαστιμάρα του, βιάστηκε να το πλησιάσει.
– Καλημέρα, λιοντάρι! του είπε. Εσένα έψαχνα να βρω!
– Τι με ήθελες; ρώτησε απορώντας το λιοντάρι, που ήτανε τόσο χορτάτο, ώστε δεν ορέχτηκε να φάει το συνομιλητή του.
– Ήθελα να σε βρω για να σου προτείνω να βγούμε στο κυνήγι μαζί, είπε ο γάιδαρος όσο μπορούσε πιο σοβαρά.
Το λιοντάρι γέλασε, ακούγοντας εκείνη την πρόταση, κι επειδή ήτανε χορτάτο, συμφώνησε.
– Ας βγούμε, να δούμε τι θα γίνει! είπε.
Την άλλη μέρα, το λιοντάρι πεινούσε κι έβλεπε με άγριο μάτι το σύντροφο του.
Ευτυχώς όμως για το γάιδαρο, έφτασαν μπροστά σε μια μεγάλη σπηλιά, όπου είχανε καταφύγει πολλά αγριόγιδα.
– Εγώ θα μπω μέσα και θα τα διώχνω και συ θα στέκεσαι απέξω και θα τ' αρπάζεις, είπε ο γάιδαρος.
Και, μπαίνοντας μέσα στη σπηλιά, άρχισε να γκαρίζει όσο πιο δυνατά μπορούσε και να κλοτσάει δεξιά και αριστερά τόσο, που τ' αγριόγιδα τρομοκρατήθηκαν κι άρχισαν να βγαίνουν από τη σπηλιά.
Απέξω, όμως, τα περίμενε το λιοντάρι και τα σκότωνε ένα – ένα.
Λίγα μόνο πρόφτασαν να σκορπίσουνε στα βράχια και να γλιτώσουν.
Τελευταίος, βγήκε κι ο γάιδαρος.
– Πώς σου φάνηκα; ρώτησε. Πολέμησα γενναία;
– Αν δεν ήξερα πως ήσουνα γάιδαρος, θα σε φοβόμουνα κι εγώ, του ομολόγησε το λιοντάρι.
Αλλ' ο γάιδαρος δεν κατάλαβε πως το λιοντάρι τον ειρωνευότανε. Τόσο πολύ το είχε πάρει απάνω του!