Ήτανε μια φορά, στ αρχαία τα χρόνια, ένας ξυλοκόπος που ζούσε κόβοντας ξύλα.
Μια μέρα, έκοβε κλαδιά, ανεβασμένος πάνω σ' ένα δέντρο, στην ακροποταμιά. Καθώς τα πελεκούσε όμως με δύναμη, του ξέφυγε το τσεκούρι του κι έπεσε μέσα στο ποτάμι.
Ο ξυλοκόπος κατέβηκε αμέσως από το δέντρο, πήγε κοντά στο ποτάμι και κοίταξε μήπως είχε πέσει στην όχθη το τσεκούρι του. Αλλά δεν το βρήκε πουθενά και κατάλαβε πως είχε πέσει μέσα στο νερό, που ήταν βαθύ σ' εκείνο το μέρος.
Κάθισε λοιπόν στην ακροποταμιά κι άρχισε να κλαίει για την ατυχία του.
Ήτανε πολύ φτωχός και δεν είχε παρά μόνο ένα τσεκούρι στην καλύβα του. Για να βρει άλλο, έπρεπε να πάει στην πολιτεία ν' αγοράσει, κι η πολιτεία ήτανε μακριά και χρειαζόταν να κάνει μιας μέρας δρόμο, πηγαίνοντας και γυρίζοντας. Θα 'χανε λοιπόν μιας μέρας δουλειά και, για ν' αγοράσει καινούριο τσεκούρι, έπρεπε να δώσει τόσα χρήματα, όσα έβγαζε δουλεύοντας μιαν ολόκληρη βδομάδα.
– Τι άτυχος που είμαι! έλεγε αναστενάζοντας πικρά. Πρέπει να δουλέψω μια βδομάδα, για να ξεπληρώσω το τσεκούρι και να χάσω και μια μέρα, για να το αγοράσω. Και πώς θα ζήσω εγώ όλες αυτές τις μέρες; Με τι θα πάρω ψωμί κι ελιές, για να χορτάσω την πείνα μου;
Κι ο φτωχός ο ξυλοκόπος έκλαιγε με δάκρυα πικρά.
Εκείνη την ώρα, έτυχε να περνάει από την ακροποταμιά ο Ερμής, ο Θεός. Είδε τον ξυλοκόπο, που έκλαιγε κι αναστέναζε, και πήγε κοντά του.
– Τι έπαθες και κλαις έτσι; τον ρώτησε περίεργος.
– Είναι να μην κλαίω, που μου 'πεσε το τσεκούρι μου μέσα στο ποτάμι κι είμαι ένας φτωχός ξυλοκόπος και δεν έχω λεφτά ν' αγο-ράσω άλλο; του αποκρίθηκε εκείνος.
Και του διηγήθηκε τι είχε πάθει.
– Μην κάνεις έτσι κι εγώ θα σου βρω το τσεκούρι σου! του υπο-σχέθηκε ο Ερμής.
Και, με μια βουτιά, βρέθηκε μέσα στο ποτάμι και, κολυμπώντας, έφτασε στο βυθό.
Έψαξε λίγο, και βρήκε ένα τσεκούρι ολόχρυσο.
Ανέβηκε αμέσως στην επιφάνεια του νερού, βγήκε στην ακρο-ποταμιά και πήγε κοντά στον ξυλοκόπο.
– Να το τσεκούρι σου, το βρήκα! του είπε χαρούμενος.
Ο ξυλοκόπος πήρε το τσεκούρι, το κοίταξε και το 'δωσε πίσω στον Ερμή.
– Αυτό δεν είναι το δικό μου το τσεκούρι, είπε λυπημένος. Το τσεκούρι το δικό μου είχε λαβή ξύλινη, ενώ αυτό εδώ έχει λαβή ολόχρυση. Κάποιος άλλος θα το 'χει χάσει!
Ο Ερμής τα 'χασε, γιατί δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση από ένα φτωχό άνθρωπο, που του 'διναν ολόχρυσο τσεκούρι κι εκείνος ζητούσε το δικό του με την ξύλινη λαβή.
– Θα βουτήξω πάλι στο ποτάμι, του είπε, και θα σου βρω το τσεκούρι σου. Μη στενοχωριέσαι!
Πήδησε λοιπόν πάλι στο νερό, κατέβηκε στο βυθό του ποταμού και, σε λίγο, ξαναγύρισε στην ακροποταμιά κι έδωσε στον ξυλοκόπο ένα τσεκούρι μ' ασημένια λαβή.
Αλλά και πάλι ο φτωχός ο ξυλοκόπος κούνησε το κεφάλι του λυπημένος.
– Σ' ευχαριστώ για τον κόπο που έκανες, δυο φορές, για μένα, είπε στο Θεό, αλλ' ούτε αυτό είναι το δικό μου το τσεκούρι. Έχει καθώς βλέπεις, λαβή ασημένια, ενώ το δικό μου είχε ξύλινη. Κάποιος άλλος θα το 'χασε!
– Καλά! είπε ο Ερμής και ξαναβούτηξε στο ποτάμι.
Αυτή τη φορά, έφερε το τσεκούρι με την ξύλινη λαβή.
– Ναι, αυτό είναι το δικό μου το τσεκούρι, είπε χαρούμενος ο ξυλοκόπος. Σ' ευχαριστώ πολύ!
Ο Ερμής τότε συγκινήθηκε για την τιμιότητά του και του 'δωσε και τ' άλλα δυο τσεκούρια, το χρυσό και το ασημένιο.
– Πάρε τα κι αυτά, σου τα χαρίζω, γιατί είσαι άνθρωπος τίμιος κι ειλικρινής! του είπε.
Κι έγινε αμέσως άφαντος.