Στα παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια ένας γάιδαρος δούλευε στο χτήμα ενός περιβολάρη.
Έτρωγε, βέβαια, καλά γιατί το περιβόλι ήτανε μεγάλο, αλλά δούλευε σκληρά, μέρα – νύχτα: πότε τον έδεναν ώρες ολόκληρες στο μαγγανοπήγαδο, πότε τον φόρτωναν με γεμάτα κοφίνια, να τα πάει στην πολιτεία, πότε τον έζεβαν στο αλέτρι, για να οργώσουν τα χωράφια τους.
Ο καημένος ο γάιδαρος, που τσακιζόταν από την κούραση, παρακάλεσε μια μέρα το Δία:
– Δεν αντέχω πια, Δία μου! Κάνε μου τη χάρη να μου αλλάξεις αφεντικό!
Ο Δίας του έκανε τη χάρη και, την άλλη μέρα κιόλας, ο περιβολάρης πούλησε το γάιδαρο σ' έναν κεραμιδά .
Τώρα όμως ο γάιδαρος φορτωνότανε πιο βαριά, πότε κοκκινόχωμα, πότε λάσπη, πότε κοφίνια γεμάτα κεραμίδια και τούβλα , κι η τροφή του δεν ήταν άφθονη, όπως στο περιβόλι.
Πάλι απελπίστηκε ο γάιδαρος και παρακάλεσε ξανά το Δία να του κάνει τη χάρη ν' αλλάξει αφεντικό και πάλι του έκανε τη χάρη ο Δίας, και ο κεραμιδάς τον πούλησε σ' ένα βρσοδεψείο.
Εκεί, ο γάιδαρος βρήκε τη δουλειά πιο βαριά. Ήτανε διαρκώς φορτωμένος και κουβαλούσε πότε φρέσκα τομάρια, από ζώα που μόλις τα είχανε σφάξει και τα είχανε γδάρει, και πότε δέματα ολόκληρα από δέρματα κατεργασμένα.
«Αλίμονο μου!» έλεγε μέσα του ο καημένος ο γάιδαρος. «Καλύτερα να 'μενα στ' άλλα μου τ' αφεντικά, γιατί καθώς βλέπω, τούτος εδώ θα με πεθάνει στη δουλειά και, στο τέλος θα με γδάρει και θα μου αργάσει και το κορμί μου!».