Ο Γιατρός κι ο Άρρωστος

Μια φορά, ένας γιατρός περιποιόταν έναν άρρωστο.

Πήγαινε κάθε μέρα, στο σπίτι του, τον εξέταζε ώρες ολόκληρες, κι έπειτα κουνούσε το κεφάλι του κι έφευγε, αφού πρώτα πληρωνότανε για τον κόπο του.

Οι συγγενείς του αρρώστου τον ρωτούσαν φοβισμένοι, γιατί έβλεπαν το σοβαρό ύφος που έπαιρνε:

– Τι έχει ο άνθρωπος μας, γιατρέ;

– Δεν έδειξε ακόμα, τους έλεγε εκείνος σοβαρά-σοβαρά κι έφευγε, κουνώντας το κεφάλι του.

Κι όταν εκείνοι ξαναρωτούσαν, ανήσυχοι, τους απαντούσε:

– Σας είπα: Θα δείξει!

Κι ήτανε τόσο σοβαρό το ύφος του, ώστε εκείνοι πίστευαν πως ήτανε πολύ μεγάλος γιατρός και τον πλήρωναν ακριβά, περιμένοντας να δείξει τι αρρώστια είχε ο άνθρωπος τους. Ώσπου, μια μέρα, ο άρρωστος πέθανε.

Την κηδεία του την παρακολούθησε κι ο γιατρός που έλεγε:

– Αυτός ο άνθρωπος, αν έκοβε το κρασί κι αν έκανε και μερικά κλύσματα, θα ζούσε ακόμη!

Όπου, ένας από τους συγγενείς του πεθαμένου δεν κρατήθηκε και του φώναξε:

– Τι μας τα λες αυτά τώρα; Δεν ωφελούν σε τίποτα. Έπρεπε να δίνεις τις συμβουλές σου όταν κοιτούσες τον άρρωστο.

Κι είχε δίκιο, γιατί όταν δεν βοηθήσεις κάποιον, την ώρα της ανάγκης του, αργότερα η βοήθειά σου είναι περιττή.

Загрузка...