Μια μέρα ολόκληρη και μια νύχτα έβρεχε τόσο πολύ, ώστε το χώμα έγινε λάσπη και τα νερά μπήκαν στις μερμηγκοφωλιές και μούσκεψαν τα σπειριά το στάρι, που είχαν αποθηκέψει εκεί, από το καλοκαίρι, τα μερμήγκια.
Την άλλη μέρα, η βροχή σταμάτησε και βγήκε ο ήλιος κι η καλοκαιρία βάσταξε ολόκληρη βδομάδα. Όταν πια το χώμα στέγνωσε εντελώς, τα μερμήγκια κουβάλησαν όλα τα βρεγμένα σπειριά του σταριού και τ' άπλωσαν στον ήλιο για να στεγνώσουν και να 'χουν να τρώνε, ώσπου να ξαναγυρίσει το καλοκαίρι και να μαζέψουν άλλα.
Ένας τζίτζικας, που είχε κρυφτεί στην κουφάλα κάποιου δέντρου, ώσπου να περάσουν οι βροχές, βγήκε κι αυτός να λιαστεί κι έψαξε να βρει κανένα φυλλαράκι να φάει.
Όλα τα δέντρα όμως ήταν χωρίς φύλλα κι ο καημένος ο τζίτζικας απόμεινε συλλογισμένος και νηστικός, πάνω σ' ένα ξερό κλαδί.
Όταν είδε τα μερμήγκια ν' απλώνουν το βρεγμένο στάρι τους, κατέβηκε από το δέντρο και πήγε κοντά τους.
– Καλά μου μερμήγκια, τους είπε, δώσ' τε μου λίγα σπειριά στάρι να φάω, γιατί πεθαίνω της πείνας.
– Μα καλά, δεν έχεις εσύ τρόφιμα αποθηκευμένα; τον ρώτησαν εκείνα απορώντας.
– Όχι, δεν έχω τίποτα.
– Κι όλο το περασμένο καλοκαίρι τι έκανες; τον ρώτησαν.
– Το καλοκαίρι ήτανε πολύ όμορφα και τραγουδούσα!
– Αφού τραγουδούσες τότε που ήτανε καλοκαίρι, χόρευε τώρα που είναι χειμώνας! του αποκρίθηκαν τα μερμήγκια.
Κι ο καημένος ο τζίτζικας κατάλαβε τότε πόσο ανόητα είχε φερθεί, γιατί δεν μάζευε κι αυτός τρόφιμα, όσο ήταν ακόμα καιρός, μόνο περνούσε τις ώρες του διασκεδάζοντας.