Μια φορά, μαζεύτηκαν όλοι οι λαγοί, που ζούσανε σ' ένα μεγάλο δάσος κι άρχισαν να συζητούνε μεταξύ τους τι να κάνουν, για να γλιτώσουν απ' όλους τους κινδύνους, που τους απειλούσαν μέρα και νύχτα.
– Δεν έχουμε ποτέ ησυχία, είπε ένας λαγός. Μέρα και νύχτα ζούμε μέσα στον τρόμο και την αγωνία κι η καρδιά μας χτυπάει πάντα τόσο δυνατά, ώστε κοντεύει να σπάσει.
– Έχει δίκιο! είπε ένας άλλος λαγός. Βγαίνουν οι άνθρωποι στο κυνήγι, παίρνοντας μαζί τους και σκυλιά, κι αυτά τα καταραμένα ζώα πρώτους – πρώτους εμάς κυνηγάνε. Βρίσκουν με τη μυρωδιά τις φωλιές μας κι εμείς το βάζουμε στα πόδια και με μεγάλη δυσκολία κατορθώνουμε καμιά φορά να γλιτώσουμε
– Αν γλιτώσουμε από τα δόντια των σκυλιών, δεν γλιτώνουμε από τους κυνηγούς, πρόσθεσε, αναστενάζοντας, ο διπλανός λαγός.
– Και μήπως είναι μόνο οι άνθρωποι κι οι σκύλοι που μας κυνηγούνε; σηκώθηκε κι είπε ένας άλλος. Ξεχνάτε τις αλεπούδες και τους λύκους;
– Και τους αετούς; πετάχτηκε κι είπε άλλος λαγός. Πόσες φορές πέφτουν απάνω μας και μας αρπάζουν με τα νύχια τους; Δεν είναι πια ζωή αυτή!
– Όχι! Δεν είναι πια ζωή αυτή! φώναξαν όλοι οι λαγοί.
– Να πάμε ν' αυτοκτονήσουμε! Να πάμε να πνιγούμε όλοι μαζί μέσα στη λιμνούλα! πρότεινε κάποιος.
Κι όλοι οι λαγοί παραδέχτηκαν την πρότασή του και φώναξαν:
– Ναι! Να πάμε να πνιγούμε στη λιμνούλα!
Και ξεκίνησαν, κοπάδι ολόκληρο, να πάνε να πέσουν μέσα στη λιμνούλα, για να πνιγούν.
Οι βάτραχοι, που λιάζονταν στις όχθες της λιμνούλας, μόλις τους είδαν να 'ρχονται, τρομοκρατήθηκαν τόσο, ώστε πήδησαν όλοι μαζί στο νερό, φωνάζοντας με απελπισία:
– Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ! Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!
Τότε ένας γέρος λαγός σταμάτησε τους συντρόφους του:
– Γιατί να πνιγούμε; τους είπε. Καθώς βλέπετε, υπάρχουν ζώα πιο δειλά από μας.