Η καλιακούδα, που ζούσε στα χωράφια, παιδευόταν όλη μέρα να βρει κανένα σπόρο να φάει. Γιατί ήταν κι άλλες καλιακούδες, πεινα-σμένες όπως αυτή, σ' εκείνα τα χωράφια, κι έτσι δεν έβρισκαν αρκετή τροφή, για να χορτάσουν.
Πρόσεξε όμως η καλιακούδα πως τα περιστέρια, που ζούσαν στον περιστεριώνα του χωρικού, που είχε τα χωράφια, έτρωγαν κάθε μέρα πολύ, γιατί τα τάιζε καλά ο χωρικός.
Έσπαζε το κεφάλι της η καημένη η καλιακούδα για να καταλάβει γιατί τα περιστέρια τα τάιζε ο χωρικός, ενώ αυτήν την έδιωχνε με φωνές και με πέτρες από τα χωράφια του. Και, στο τέλος, νόμισε πως βρήκε το γιατί: τα περιστέρια ήταν άσπρα, ενώ αυτή δεν ήταν άσπρη!
«Πρέπει ν' ασπρίσω, για να με ταΐζει κι εμένα καλά», σκέφτηκε η καλιακούδα.
Και βάλθηκε να βρει τρόπο ν' ασπρίσει.
Μια μέρα, που κάποιος άλλος χωρικός έβαφε τις πόρτες του σπιτιού του άσπρες, η καλιακούδα βουτήχτηκε μέσα στον κουβά με το χρώμα κι όταν βγήκε ήταν κάτασπρη.
Η χαρά της δεν περιγράφεται.
Πέταξε πρώτα πάνω σ' ένα δέντρο κι έμεινε εκεί, στον ήλιο, ώσπου στέγνωσε κι έπειτα, μαζί με τ' άλλα περιστέρια, χώθηκε κι αυτή στον περιστεριώνα. Τα περιστέρια δεν την κατάλαβαν κι έτσι την άφηναν να τρώει ελεύθερα από τους σπόρους, που τους έριχνε άφθονους ο χωρικός.
Τις πρώτες μέρες, η πεινασμένη καλιακούδα δεν σταματούσε να τρώει κι έτσι δεν έβγαζε μιλιά από το ράμφος της.
Όταν όμως χόρτασε την πείνα της, θέλησε κι αυτή να πιάσει συζήτηση με τα περιστέρια.
Αλλά, μόλις άνοιξε το στόμα της κι έβγαλε τον πρώτο κρωγμό, τα περιστέρια κατάλαβαν πως ήτανε ξένο πουλί κι έπεσαν όλα απάνω της κι άρχισαν να την ραμφίζουν.
Η δυστυχισμένη η καλιακούδα τρόμαξε να γλιτώσει από τις τσιμπιές τους και γύρισε στα χωράφια.
Αλλά, μόλις την είδαν εκεί οι άλλες καλιακούδες, δεν την άφησαν να τσιμπήσει ούτε ένα σπειρί, γιατί την πέρασαν για περιστέρι.
Έπεσαν, λοιπόν, κι αυτές απάνω της κι άρχισαν να την ραμφί-ζουν, ώσπου αναγκάστηκε να φύγει νηστική.