Ο Γιδοβοσκός και τ' Αγριοκάτσικα

Ένας γιδοβοσκός έβοσκε τα γίδια του στην πλαγιά ενός βουνού. Η βλάστηση εκεί ήτανε πυκνή και τα γίδια έβρισκαν άφθονη τροφή.

Αλλά τα γίδια δεν είναι σαν τα πρόβατα, που βόσκουν ήσυχα – ήσυχα σ' ένα λιβάδι και μόνο όταν φαν όλα τα χόρτα σ' ένα μέρος, προχωρούν λίγο πιο πέρα. Τα γίδια μασάνε λίγη φτέρη εδώ, την παρατούν, τρέχουν πιο πέρα, αρπάζουν ένα χόρτο, έπειτα βλέπουν τα έλατα κι ορθώνονται στα πισινά τους πόδια, ακουμπάνε με τα μπροστινά τους στον κορμό του δέντρου και τεντώνουν τους λαιμούς τους, ώσπου ν' αρπάξουν ένα τρυφερό ελατόκλαδο.

Έτσι και τα γίδια εκείνα ξεμάκραιναν ολοένα από το γιδοβοσκό, ώσπου βγήκαν από το δάσος κι έφτασαν σε μιαν αγριοτοπιά, που ήταν πιο πολλές οι πέτρες παρά οι θάμνοι.

Σ' εκείνο το κακοτράχαλο μέρος συνήθιζαν να 'ρχονται αγριοκάτσικα που, αυτά πάλι, σπάνια μπαίνουν στο δάσος να βοσκήσουν, αλλά προτιμούν τις βουνοκορφές και τις απότομες πλαγιές, όπου κανείς δεν μπορεί να τα κυνηγήσει.

Τ' αγριοκάτσικα, λοιπόν, που έβοσκαν σ' εκείνη την αγριοτοπιά, είδαν τα γίδια να 'ρχονται προς το μέρος τους, αλλά δεν φοβήθηκαν, γιατί ο γιδοβοσκός είχε αποκοιμηθεί μέσα στο δάσος και δεν τα παρακολουθούσε.

Τα δυο κοπάδια βόσκησαν μαζί, πηδώντας από βράχο σε βράχο, έπαιξαν, κυνηγήθηκαν κι όταν κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, είχανε πιάσει μεγάλες φιλίες.

Στο μεταξύ, ο γιδοβοσκός ξύπνησε, είδε πως τα γίδια δεν ήταν μέσα στο δάσος κι έτρεξε, τρομαγμένος, να τα βρει. Τα βρήκε στην πλαγιά του βουνού, που ήταν γυμνή από δέντρα, και πρόσεξε πως, ανάμεσά τους, βρίσκονταν και πολλά αγριοκάτσικα.

«Αν τα καταφέρω και τα κλείσω στο μαντρί, θα κάνω την τύχη μου!», είπε μέσα του.

Ήξερε πως τ' αγριοκάτσικα δεν πιάνονται εύκολα, γιατί είναι πολύ πονηρά και πολύ γρήγορα στο τρέξιμο. Σκέφτηκε λοιπόν να τ' αφήσει λίγην ώρα ακόμη να βοσκήσουν μαζί με τα δικά του γίδια, που είχανε βαρεθεί πια να ψάχνουν για κανένα θάμνο στην αγριοτοπιά και κατέβαιναν προς το δάσος, όπου η βλάστηση ήτανε πιο πυκνή.

Όταν έφτασαν πια μέσα στο δάσος, ο γιδοβοσκός έτρεξε προς την αγριοτοπιά, κι από κει άρχισε να φωνάζει στα γίδια του και να τους ρίχνει πέτρες, για να τ' αναγκάσει να γυρίσουν στο μαντρί.

Τα γίδια, συνηθισμένα κάθε βράδυ από τις φωνές του και τις πέτρες του, πήρανε το μονοπάτι, αλλά τ' αγριοκάτσικα θέλησαν να φύγουν: Τα πιο μεγάλα απ' αυτά το κατόρθωσαν και, πηδώντας σαν τρελά από βράχο σε βράχο, βγήκαν από το δάσος κι ανέβηκαν στη βουνοκορφή.

Τα μικρότερα όμως, καθώς ήταν στριμωγμένα ανάμεσα στα γίδια, δεν πρόφτασαν να ξεφύγουν κι έτσι πήγανε μαζί τους στο μαντρί.

Ο γιδοβοσκός ήτανε κατενθουσιασμένος, γιατί, ανάμεσα στα γίδια του, ήταν και καμιά δεκαριά αγριοκάτσικα.

– Θα τα ημερώσω, μουρμούρισε, κι αυτά θα μου γεννήσουν του χρόνου κατσικάκια και, σιγά – σιγά, θα διπλασιάσω το κοπάδι μου.

Και, για να τα ημερώσει πιο γρήγορα, σκέφτηκε να τα περιποιηθεί περισσότερο από τα γίδια του. Μοίρασε λοιπόν το χορτάρι κι έβαλε λιγότερο στα γίδια του και το πιο πολύ στ' αγριοκάτσικα, που ποτέ τους δεν είχανε φάει τόσο πολύ, όσο εκείνο το βράδυ.

Τα γίδια πειράχτηκαν όταν είδαν πώς τους φερνόταν ο γιδοβοσκός, αλλά δεν είπαν τίποτα, γιατί νύσταζαν κι ήθελαν να κοιμηθούν.

Το άλλο το πρωί, ο γιδοβοσκός άνοιξε το μαντρί κι έβγαλε τα ζώα, γίδια κι αγριοκάτσικα μαζί, να τα πάει στη βοσκή.

«Μπορεί να 'χω την τύχη να πιάσω κι άλλα σήμερα», είπε μέσα του.

Μόλις όμως έφτασαν στο δάσος, τ' αγριοκάτσικα ξέκοψαν από το κοπάδι κι άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά προς την αγριοτοπιά.

– Πού πάτε; τους φώναξε παραξενεμένος ο γιδοβοσκός. Εγώ σας περιποιήθηκα καλύτερα από τα γίδια μου και σεις δείχνεστε τόσο αχάριστα;

Ένα αγριοκάτσικο στράφηκε τότε και του είπε: -Ίσια – ίσια γι' αυτό φεύγουμε κι εμείς. Μας περιποιήθηκες χτες το βράδυ και ξέχασες τα γίδια σου, που τα 'χεις τόσον καιρό. Αν έρθουν άλλα αγριοκάτσικα σήμερα στο μαντρί σου, θα περιποιηθείς εκείνα και θα ξεχάσεις εμάς…

Загрузка...