Ένας αετός, καθώς πετούσε ψηλά στον αέρα, κοιτούσε κάτω στη γη, για να βρει κανένα ζώο, να το αρπάξει και να το φάει.
Κάθε τόσο, ζυγιαζότανε στις φτερούγες του, τις κρατούσε δηλαδή ακίνητες και κάρφωνε το μάτι στη γη, στα χωράφια, στα δάση, στις αγριοτοπιές και παρακολουθούσε την παραμικρή κίνηση. Γιατί ο αετός έχει μάτι τόσο δυνατό, ώστε, από κει ψηλά που πετάει, ή που ζυγιάζεται, μπορεί να διακρίνει κι ένα φύλλο που κουνιέται στο δάσος.
Εκεί λοιπόν που ζυγιαζόταν ο αετός και παραφύλαγε, βλέπει κάτι σχίνα να κουνιούνται και κάρφωσε το μάτι του απάνω τους.
Ο αετός δεν είχε γελαστεί. Μέσα στα σχίνα ήτανε κρυμμένος ένας λαγός και, στη ρίζα του σχίνου, ήταν ένα σκαθάρι, που είχε πάει κοντά στη φωλιά του.
Ο λαγός και το σκαθάρι είχανε πιάσει φιλίες, ήταν καλοί γείτονες κι έλεγαν ο καθένας τον πόνο του στον άλλο.
– Είδα ένα άσχημο όνειρο, έλεγε ο λαγός. Φοβάμαι πολύ.
– Εσύ και πότε δε φοβάσαι; τον πείραζε το σκαθάρι. Εσύ, όλη μέρα κι όλη νύχτα, τρέμεις…
– Είμαι φοβιτσιάρης από γεννησιμιού μου, παραδέχτηκε ο λαγός. Αλλ' είναι να μην τρέμω, αφού όλοι με κυνηγάνε;
– 'Αν σε κυνηγήσει κανείς, εγώ είμαι εδώ! του είπε σοβαρό το σκαθάρι, για να του δώσει θάρρος.
Ο λαγός βγήκε μέσα από τα σχίνα, για να πάει να πιει νερό κι αμέσως τον είδε από ψηλά ο αετός και, μαζεύοντας τις απλωμένες φτερούγες του, έπεσε απάνω του σαν βολίδα και τον άρπαξε στα γαμψά του νύχια.
– Ώχ! βόγκηξε ο καημένος ο λαγός, που πόνεσε πολύ.
Το σκαθάρι τον λυπήθηκε κι άρχισε να παρακαλάει τον αετό:
– 'Αφησέ τον, του είπε. Κάνε μου αυτή τη χάρη, γιατί του υποσχέθηκα πως θα τον βοηθήσω να μην πάθει τίποτα.
Αλλ' ο αετός δεν έδωσε καμιά σημασία στα λόγια του σκαθαριού, μόνο άρχισε να τρώει μπροστά του το δυστυχισμένο το λαγό.
Το σκαθάρι, μόλο που ήτανε μικροσκοπικό, μπροστά στον αετό, δεν τον φοβήθηκε καθόλου.
– Έννοια σου! του φώναξε. Θα δεις τι θα πάθεις από μένα γιατί σκότωσες το φίλο μου!
Κι αποφάσισε να τον εκδικηθεί.
Όλη την ημέρα παραφύλαγε, ανεβασμένο πάνω σ' ένα ψηλό βράχο, για να δει πού θα πάει ο αετός. Το αγριοπούλι πότε χανόταν ανάμεσα στα σύννεφα, πότε έπεφτε ορμητικό πάνω σε κάποιο θήραμα και πότε ζυγιαζότανε στις φτερούγες του, παρακολουθώντας τι γινότανε κάτω στη γη.
Τέλος, όταν ο ήλιος πήγε πια να βασιλέψει, ο αετός τράβηξε για τη φωλιά του. Το σκαθάρι είδε πού ήταν η φωλιά και, την άλλη μέρα, όταν ο αετός πέταξε ψηλά κι η αετίνα τον ακολούθησε, το σκαθάρι ανέβηκε στη φωλιά τους και, σιγά – σιγά, κύλησε τ' αυγά τους κάτω και τα 'σπασε.
Ο αετός, όταν γύρισε και δεν βρήκε τ' αυγά, τρελάθηκε από το θυμό του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να φτιάσει καινούρια φωλιά και να βάλει εκεί μέσα τα καινούρια αυγά, που γέννησε η αετίνα.
Μα και πάλι το σκαθάρι τα πέταξε κάτω κι έσπασαν. Τότε ο αετός πέταξε στον Όλυμπο, παρουσιάστηκε στο βασιλιά των θεών, το Δία και του είπε τι πάθαινε κάθε τόσο από το σκαθάρι. Ο Δίας, που αγαπούσε πολύ τον αετό και τον είχε δικό του πουλί, τον λυπήθηκε.
– Φέρε τ' αυγά σου σ' εμένα, του είπε, κι εγώ θα τα κρύψω στον κόρφο μου.
Η αετίνα λοιπόν γέννησε καινούρια αυγά κι ο αετός τα πήγε στο Δία, που τα 'κρυψε στον κόρφο του.
Αλλά το σκαθάρι ήτανε πεισματάρικο. Ανέβηκε στον Όλυμπο, μάζεψε κοπριά αλόγων, την έκανε ένα μεγάλο σβόλο και πετώντας πάνω από το κεφάλι του Δία, την άφησε να πέσει πάνω στο χιτώνα του.
Ο βασιλιάς των θεών, βλέποντας την κοπριά να κυλάει απάνω του, σηκώθηκε όρθιος για να την τινάξει και μαζί με την κοπριά, έπεσαν και τ' αυγά του αετού καταγής κι έσπασαν.
Από τότε, οι αετίνες δεν κλωσάνε ποτέ τ' αυγά τους, όσο είναι η εποχή των σκαθαριών, κι έμαθαν πως κανένας, όσο δυνατός κι αν είναι, δεν πρέπει να προσβάλλει τον άλλον, επειδή είναι αδύνατος.