Η Τσίχλα

Στην πλαγιά ενός βουνού, υπήρχε ένα μέρος όπου φύτρωναν πολλές μυρτιές.

Μια τσίχλα, που ζούσε στο δάσος, έτυχε να περάσει μια μέρα από κει, είδε τις μυρτιές, δοκίμασε τον καρπό τους και της άρεσε.

Από τότε, πού την έχανες, πού την έβρισκες, όλες τις ώρες της τις περνούσε στις μυρτιές.

Σ' εκείνο το δάσος τριγυρνούσε από καιρό ένας πουλολόγος.

Η δουλειά του ήτανε να πηγαίνει πρωί – πρωί στο δάσος, να στήνει τα ξόβεργά του και να περιμένει να πιάσει κανένα πουλί. Όταν του τύχαινε κανένα κοτσύφι, ή κανένα παχύ σπουργίτι, τα πήγαινε στο σπίτι του και τα 'τρωγε. Αν πιανότανε στις ξόβεργές του κανένα γαρδέλι, καμιά καρδερίνα, ή κανένα αηδόνι, τα 'βαζε σε κλουβιά και τα πουλούσε, γιατί τα πουλιά αυτά τα ζητούσαν πολλοί για τα σπίτια τους, για να τ' ακούνε να κελαηδάνε.

Μια μέρα, ο πουλολόγος είδε την τσίχλα μέσα στο δάσος και θέλησε να την πιάσει. Αλλ' ώσπου να στήσει τις ξόβεργές του, την έχασε από τα μάτια του.

Ο πουλολόγος όμως το 'βαλε πείσμα να την πιάσει κι από τότε, κάθε πρωί, πήγαινε κάτω από το δέντρο, όπου είχε τη φωλιά της, και την παρακολουθούσε. Πρόσεξε ότι, κάθε μέρα, η τσίχλα πετούσε προς το ίδιο μέρος. Κάθε μέρα λοιπόν την παρακολουθούσε κι ο πουλολόγος, ώσπου την είδε να κάθεται στις μυρτιές και να τρώει τους καρπούς τους.

Τη άλλη μέρα, πρωί – πρωί, έστησε τις ξόβεργές του πάνω στις μυρτιές κι έπιασε τη λαίμαργη τσίχλα.

«Καλά να πάθω!» είπε μέσα της εκείνη, όταν τα φτερά της κόλλησαν. «Γλυκάθηκα με το φαγητό και τώρα χάνω τη ζωή μου!».

Загрузка...