Κάποτε, δυο νεαροί, πήγαν σ' ένα χασάπικο ν' αγοράσουνε κρέας.
– Από κείνο εκεί να μας κόψεις, είπανε στο χασάπη.
Τη στιγμή όμως που εκείνος στράφηκε να κόψει αυτό που ήθελαν, ο ένας νεαρός άρπαξε ένα κομμένο κομμάτι κρέας και το 'δωσε στο σύντροφο του, που το 'κρύψε στον κόρφο του.
Όταν στράφηκε ο χασάπης, κι είδε πως έλειπε το κρέας, έπιασε τον πρώτο νεαρό και του είπε:
– Πού είναι το κρέας που μου έκλεψες;
– Δεν έχω κανένα κομμάτι κρέας! του αποκρίθηκε εκείνος. Σου ορκίζομαι στους θεούς πως, κι αν με ψάξεις ακόμα, δεν θα βρεις τίποτα επάνω μου.
Τότε ο χασάπης στράφηκε στον άλλο νεαρό και του είπε απειλητικά:
– Δώσ' μου αμέσως το κομμάτι το κρέας που μου έκλεψες!
Ο δεύτερος νεαρός έβαλε αμέσως τις φωνές:
– Δεν ντρέπεσαι να με κατηγορείς; Σου ορκίζομαι σ' όλους τους θεούς πως δεν σου πήρα κανένα κομμάτι κρέας.
Ο χασάπης κατάλαβε τότε την πονηριά τους: ο ένας είχε πάρει το κρέας κι ορκιζότανε πως δεν το είχε ο άλλος έκρυψε το κρέας στον κόρφο του κι ορκιζότανε πως δεν το είχε πάρει αυτός. Κι οι δυο τους έδιναν όρκο για πράγματα που δεν έκαναν, κι ωστόσο κι οι δυο τους ήταν ψεύτες και κλέφτες.
Τότε ο χασάπης κούνησε το κεφάλι του ελεεινολογώντας τους και τους είπε:
– Εμένα μπορείτε να με ξεγελάσετε με τους όρκους σας τους ψεύτικους, αλλ' όχι και τους θεούς!
Γιατί, πραγματικά, όσο κι αν φαίνονταν ειλικρινείς οι όρκοι τους, ήταν ψεύτικοι κι ο ένας κάλυπτε τον άλλον.