Μια φορά, κάποιος είχε καλέσει ένα φίλο του να του κάνει το τραπέζι και στο σπίτι του άρχισαν μεγάλες ετοιμασίες.
Ο σκύλος του σπιτιού, κατάλαβε πως κάποιος φίλος του αφεντικού του ήτανε καλεσμένος εκείνη την ημέρα και πήγε να βρει έναν άλλο σκύλο, πολύ φίλο του.
– Άκουσε, του είπε, το αφεντικό μου έχει μεγάλες ετοιμασίες σήμερα, γιατί θα κάνει τραπέζι σ' ένα φίλο του. Έρχεσαι και συ να φάμε μαζί; Μαγειρεύουν πολλά φαγητά και θα περάσουμε περίφημα!
– Και με ρωτάς ακόμα; είπε ο δεύτερος σκύλος. Έρχομαι, από τώρα μάλιστα!
Όταν μπήκε μέσα στην κουζίνα, ο σκύλος, που ήτανε φίλος του σκύλου του σπιτιού, τα 'χασε. Τι ετοιμασίες ήταν εκείνες! Τι φαγητά μαγειρεμένα, τι ψητά, τι γλυκίσματα!
«Θα φάω τόσο, που θα 'μαι χορτάτος μια βδομάδα ολόκληρη!» έλεγε μέσα του ο σκύλος ο καλεσμένος.
Ο μάγειρας όμως του σπιτιού, εκνευρίστηκε μ' εκείνη τη σκυλίσια χαρά, κι αρπάζοντας τον καλεσμένο σκύλο από την ουρά του, που την κουνούσε πέρα – δώθε, τον πέταξε έξω από το παράθυρο.
Ο καημένος ο σκύλος, που χτύπησε πέφτοντας, πήρε το δρόμο του γυρισμού, ουρλιάζοντας από τους πόνους.
Ύστερα από λίγο, αντάμωσε έναν άλλο σκύλο, που είχε ακούσει πως τον είχανε καλέσει σε τραπέζι, και τον ρώτησε περίεργος:
– Πώς τα πέρασες στο τραπέζι που σε κάλεσε ο φίλος σου;
– Έφαγα κι ήπια τόσο πολύ, αποκρίθηκε ο καλεσμένος σκύλος, ώστε μέθυσα και δεν ξέρω από πού βγήκα, από την πόρτα ή από το παράθυρο;