Αλεπού και Μαϊμού

Μια φορά, μαζεύτηκαν όλα τα ζώα του δάσους για να διαλέξουν βασιλιά.

– Οι άνθρωποι έχουν βασιλιάδες και γι' αυτό είναι αφέντες μας, έλεγαν. Γιατί οι βασιλιάδες κάθε τόσο κηρύχνουν τον πόλεμο κι οι άνθρωποι έμαθαν να πολεμούνε. Ενώ εμείς δεν έχουμε βασιλιά, που να κηρύχνει τον πόλεμο κι έτσι, αντί να πολεμάμε, κυνηγάμε το καθένα για λογαριασμό του, ίσια – ίσια για να βρίσκουμε την τροφή μας. Πρέπει λοιπόν να 'χουμε κι εμείς βασιλιά, για να πολεμούμε όπως οι άνθρωποι!

Κι έτσι, εκείνη τη νύχτα, μαζεύτηκαν σ' ένα ξέφωτο του μεγάλου δάσους όλα τ' αγρίμια, για να εκλέξουν το βασιλιά τους. Είχανε συμφωνήσει πως, όποιο αγρίμι ήθελε να γίνει βασιλιάς, θα έδειχνε τι άξιζε κι έπειτα, όλα μαζί, θα διάλεγαν όποιον έκριναν καλύτερο.

Παρουσιάστηκε πρώτο το λιοντάρι, που άρχισε να βρυχιέται τόσο δυνατά, ώστε όλα τ' αγρίμια τρόμαξαν και λίγο έλειψε να το βάλουν στα πόδια.

– Εμένα με φοβούνται οι άνθρωποι και γι' αυτό πρέπει να γίνω βασιλιάς σας! είπε το λιοντάρι.

– Σε φοβούνται οι άνθρωποι, αλλά σε φοβούμαστε κι εμείς, φώναξαν τ' άλλα τ' αγρίμια. Γι' αυτό, δεν μας κάνεις για βασιλιάς μας.

Έπειτα από το λιοντάρι, παρουσιάστηκε ο ελέφαντας.

– Κι εμένα με τρέμουν οι άνθρωποι, είπε σφυρίζοντας με τη μακριά προβοσκίδα του.

– Κι εμείς σε τρέμουμε, φώναξαν τα μικρότερα ζώα, γιατί κιν-δυνεύουμε κάθε τόσο να μας κάνεις λιώμα με τις ποδάρες σου.

Κι επειδή τα μικρότερα αγρίμια ήταν περισσότερα από τα μεγάλα, πέρασε η δική τους γνώμη κι ο ελέφαντας δεν έγινε βασιλιάς.

Το ένα ύστερα από τ' άλλο, παρουσιάζονταν τα διάφορα αγρίμια και ζητούσαν ν' ανέβουν στο θρόνο, αλλά κανένα δεν ψηφίστηκε για βασιλιάς: Ο αετός γιατί μπορούσε και πετούσε ψηλά κι ίσως ν' άφηνε τους υπηκόους του, ο κροκόδειλος γιατί μόνο σε ποτάμια και σε λίμνες μπορούσε να κινηθεί γρήγορα, η καμηλοπάρδαλη γιατί είχε ψηλό λαιμό και θα την έπιαναν εύκολα οι άνθρωποι με κανένα λάσο.

Τέλος, παρουσιάστηκε κι η αλεπού.

– Εγώ είμαι πολύ έξυπνη και κάνω για βασιλιάς σας! είπε.

– Είσαι πονηρή και φοβιτσιάρα, της φώναξαν τ' άλλα τ' αγρίμια. Μόνο ν' αρπάζεις κότες ξέρεις και το σκας τρομαγμένη όταν καταλάβεις ότι κινδυνεύεις.

Πήδησε τότε, από το δέντρο, όπου καθόταν ως εκείνη την ώρα, η μαϊμού και, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να χορεύει, να κάνει τούμπες, να βγάζει τη γλώσσα της, να ξύνει το κεφάλι της, κι ήταν τόσο κωμική, ώστε όλα τ' αγρίμια γέλασαν με τα καμώματά της κι άρχισαν να φωνάζουν:

– Εσύ θα 'σαι η βασίλισσά μας, γιατί ξέρεις να μας διασκεδάζεις.

Είχανε βαρεθεί κιόλας, τόσην ώρα, κι έτσι ψήφισαν τη μαϊμού βασίλισσά τους και σκόρπισαν ευχαριστημένα.

Η αλεπού το φυσούσε και δεν κρύωνε, που τα ζώα προτίμησαν τη μαϊμού για βασίλισσα κι όχι αυτήν. Κι αποφάσισε να εκδικηθεί.

Μια μέρα, λοιπόν, που τριγυρνούσε στο δάσος, είδε ένα δόκανο, μ' ένα κομμάτι κρέας, που το είχαν στήσει κάποιοι κυνηγοί, για να πιάσουν κανένα αγρίμι.

Έτρεξε τότε να βρει τη μαϊμού και της είπε:

– Βασίλισσά μου, βρήκα ένα φαγητό περίφημο, αλλά δεν το 'φαγα για να το φας εσύ.

– Πού είναι; ρώτησε περίεργη η μαϊμού.

– Πάμε να σου το δείξω, της πρότεινε η πονηρή αλεπού.

Και την πήγε εκεί, όπου ήτανε στημένο το δόκανο.

Η λαίμαργη μαϊμού άπλωσε το χέρι της για ν' αρπάξει το κρέας, αλλά, μόλις το άγγιξε, το δόκανο έκλεισε κι έμεινε εκεί πιασμένη.

– Γιατί μου το 'κανες αυτό; παραπονέθηκε στην αλεπού.

– Γιατί, ενώ είσαι κουτή, ήθελες να γίνεις βασίλισσά μας! της αποκρίθηκε η αλεπού.

Загрузка...