Η Γριά και ο Γιατρός

Ήτανε μια φορά μια γριά, που ζούσε ολομόναχη.

Κάποτε της πόνεσαν τα μάτια, κι άρχισε να μη βλέπει καλά. Απελπίστηκε τότε, γιατί δεν θα μπορούσε να κάνει καμιά δουλειά και δεν είχε κανένα να την βοηθήσει αν έχανε το φως της.

Θυμήθηκε, όμως, πως είχε ακούσει ότι, σ' ένα διπλανό χωριό, έμενε ένας άνθρωπος που έκανε το γιατρό κι έλεγαν μάλιστα ότι πολλούς είχε γλιτώσει με τα γιατροσόφια του.

Σηκώθηκε λοιπόν ένα πρωί, πήγε σ' εκείνο το χωριό, βρήκε τον άνθρωπο, που έκανε το γιατρό και του παραπονέθηκε πως τα μάτια της πονούσαν και φοβότανε μήπως αποτυφλωθεί.

– Εγώ θα σε κάνω καλά, της υποσχέθηκε εκείνος. Γύρισε τώρα στο σπίτι σου κι αύριο θα 'ρθω να σε δω και θα σου πω τι θα κάνεις για να γιατρευτείς.

Πραγματικά, την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, ήρθε στο σπίτι της γριάς ο γιατρός κουβαλώντας κι ένα σακί με τα σύνεργά του και τα γιατροσόφια του.

Όταν μπήκε μέσα, τα 'χασε απ' ό,τι είδε: η γριά ήτανε καλή νοικοκυρά και το σπιτάκι της ήταν γεμάτο με πολλά πράγματα αξίας.

Ο γιατρός έτριψε τα χέρια του ευχαριστημένος.

– Θα σε κάνω καλά, γιαγιά, μόνο που θ' αργήσει λιγάκι η γιατρειά σου! της είπε.

– Φτάνει να γίνω καλά, παιδάκι μου, κι ας αργήσει όσο θέλει, αποκρίθηκε η γριά.

– Κι ακόμα πρέπει, όσο βαστάει η θεραπεία, να μην ανοίξεις καθόλου τα μάτια σου, συνέχισε ο γιατρός.

– Πώς μπορώ να μην ανοίξω τα μάτια μου; απόρησε η γριά. Ποιος θα με κοιτάζει εμένα, όσο θα έχω κλειστά τα μάτια;

– Εγώ θα σε κοιτάζω, γιαγιά, της υποσχέθηκε εκείνος. Έννοια σου. Κι όταν γίνεις καλά, τότε ξαναρχίζεις τις δουλειές σου.

– Από το Θεό να το 'βρεις, παιδάκι μου, το καλό που μου κάνεις! είπε συγκινημένη η γριά.

Ο γιατρός την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, έβγαλε από το σακί του ένα βάζο με αλοιφή, της άλειψε τα μάτια, της τα 'δεσε έπειτα σφιχτά μ' ένα μαύρο πανί και της είπε:

– Αυτό το πανί θα το λύσω εγώ αύριο το πρωί και θα σου αλείψω τα μάτια με άλλη αλοιφή, κι αυτό θα γίνεται κάθε μέρα, επί ένα μήνα ώσπου να γίνεις καλά. Τώρα θα σου ετοιμάσω κάτι, για να φας κι έπειτα θα φύγω.

– Την ευλογία μου να 'χεις, παιδάκι μου! είπε η καημένη η γριά.

Αλλ' ο γιατρός προτού φύγει, έχωσε μέσα στο σακί του έναν ασημένιο δίσκο, που είχε η γριά πάνω στο τραπέζι της.

Ξαναγύρισε το άλλο πρωί, της άλλαξε τον επίδεσμο, την τάισε κι έφυγε πάλι, αφού πρώτα έχωσε μέσα στο σακί του ένα πουγκί με χρήματα, που είχε κρυμμένα η γριά σ' ένα συρτάρι.

Κι έτσι, κάθε μέρα, όλο κι έπαιρνε κάτι από το σπίτι της γριάς, ώσπου της άφησε μόνο τα έπιπλα.

Όταν πέρασε ο μήνας και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κλέψει, έλυσε τον επίδεσμο από τα μάτια της γριάς και της είπε:

– Τώρα, γιαγιά, γιατρεύτηκες πια.

Η γριά σηκώθηκε από το κρεβάτι της, κοίταξε γύρω της, είδε το σπίτι της αδειανό και του είπε, κουνώντας το κεφάλι της:

– Τι γιατρεύτηκα, παιδί μου, που είμαι χειρότερα από πριν; Προτού μου βάλεις τα γιατροσόφια σου, έβλεπα το σπίτι μου γεμάτο. Τώρα το βλέπω αδειανό.

Загрузка...