Ο δειλός Κυνηγός κι ο Λοτόμος

Μια φορά ένας κυνηγός, ξεκίνησε να κυνηγήσει ένα λιοντάρι, που του είχε κάνει μεγάλες ζημιές, γιατί είχε μπει, νύχτα, στα χτήματά του και του είχε κατασπαράξει βόδια κι άλογα. Κίνησε λοιπόν χαράματα, οπλισμένος καλά κι αποφασισμένος να εξοντώσει εκείνο το αγρίμι που του έκανε τόσες καταστροφές.

Έξω από το χτήμα του, βρήκε εύκολα τ' αχνάρια του θηρίου. Στην αρχή, ήτανε μια πλατιά, ματωμένη γραμμή, που έδειχνε πως το λιοντάρι έσερνε στο χώμα τα θύματά του, που τα είχε σκοτώσει πια.

Έπειτα, σε μια πλαγιά, βρήκε κόκαλα από τα ζώα που είχε χάσει: εκεί θα είχε καθίσει το αγρίμι για να τα ξεκοκαλίσει με την ησυχία του.

Τ' αχνάρια του λιονταριού διακρίνονταν τώρα καθαρά πάνω στο χώμα: τα πόδια του ήταν καταματωμένα, καθώς τα είχε βουτήξει μέσα στα σπλάχνα των θυμάτων του, την ώρα που τα 'τρωγε κι έτσι, στο χώμα, διακρίνονταν καφετιές οι βαριές πατημασιές του.

Ο κυνηγός τις ακολούθησε, ώσπου έφτασε σε μια πηγή. Εκεί το λιοντάρι θα στάθηκε για να σβήσει τη δίψα του και, φλογισμένο καθώς ήταν από το πολύ φαγητό, θα χώθηκε ολόκληρο στην πηγή, γιατί, από κει και πέρα, δεν διακρίνονταν πια καφετιά σημάδια στο χώμα.

Ωστόσο, ο κυνηγός ακολούθησε τ' αχνάρια του λιονταριού για λίγο διάστημα κι έπειτα τα 'χασε, γιατί ο τόπος ήταν όλο πέτρες. Είχε μπει πια μέσα στο δάσος και τώρα του ήτανε πολύ δύσκολο ν' ανακαλύπτει τα λιγοστά ίχνη, που άφηνε στο πέρασμά του το θηρίο: καμιά πατημασιά σε μέρος που υπήρχε χώμα, καμιά μακριά τρίχα από τη χαίτη του, που είχε κολλήσει πάνω σε πέτρα.

Προχωρώντας έτσι, ο κυνηγός, έφτασε σ' ένα μέρος όπου κάποιος λοτόμος έκοβε δέντρα.

– Καλημέρα! του είπε ο λοτόμος.

– Καλημέρα.

– Σε βλέπω οπλισμένο βαριά. Είσαι κυνηγός;

– Ναι.

– Και τι βγήκες να κυνηγήσεις;

– Ένα λιοντάρι, που μου 'φαγε άλογα και βόδια. Παρακολουθώ τ' αχνάρια του από το πρωί, αλλά τώρα τα 'χασα γιατί είναι πετρότοπος και δεν φαίνονται καθαρά. Μήπως είδες εσύ τίποτε αχνάρια λιονταριού;

– Αχνάρια δεν είδα γιατί δεν κοίταξα. Ξέρω όμως πού είναι η σπηλιά, όπου μένει το λιοντάρι. Θέλεις να σου την δείξω;

– Όχι, όχι, σ' ευχαριστώ, βιάστηκε να του πει ο κυνηγός. Εγώ τ' αχνάρια του λιονταριού σου ζήτησα να μου δείξεις, κι όχι τη σπηλιά του.

Κι έφυγε κατατρομαγμένος, σαν να 'βλεπε μπροστά του το ίδιο το λιοντάρι. Γιατί ο κυνηγός, εδώ που τα λέμε, ήτανε θρασύδειλος κι ένας θρασύδειλος παριστάνει το παλικάρι μόνο όταν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος.

Загрузка...