Όταν, για πρώτη φορά στη γη, άρχισε να βγαίνει ο ιξός, το χελιδόνι, που ήτανε φρόνιμο πουλί, κατάλαβε πως ήταν ένα πράγμα πολύ επικίνδυνο.
Πέταξε λοιπόν μέσα στο δάσος κι ειδοποίησε όλα τα πουλιά να συγκεντρωθούν σ' ένα ξέφωτο, γιατί είχε να τους μιλήσει.
Πραγματικά, όλα τα πουλιά μαζεύτηκαν, εκεί που τους είχε παραγγείλει να πάνε και περίμεναν, περίεργα, ν' ακούσουν τι θα τους έλεγε.
– Ακούστε, πουλιά του δάσους, άρχισε να λέει το χελιδόνι. Αυτός ο ιξός, που βλέπετε, είναι πολύ επικίνδυνος γιατί, αν κολλήσουν τα φτερά μας απάνω του, δε θα μπορούμε πια να πετάμε κι έτσι θα μας πιάνουν οι άνθρωποι. Φοβούμαι, μάλιστα, μήπως οι άνθρωποι μας στήνουν και παγίδες μ' αυτό και τότε είμαστε χαμένα.
– Και τι λες να γίνει; ρώτησαν τα πουλιά.
– Να κόψουμε όλα τα κλαδιά που βγάζουν ιξό.
– Είναι δύσκολη δουλειά και δε θα τα καταφέρουμε.
– Τότε να πάμε να παρακαλέσουμε τους ανθρώπους να μη μας στήσουν παγίδες μ' αυτόν, πρότεινε το χελιδόνι.
– Αυτά που λες είναι ανοησίες! είπανε τα πουλιά.
Κι έφυγαν όλα πετώντας.
Όταν έμεινε ολομόναχο το χελιδόνι, πήγε και βρήκε τους ανθρώπους και τους παρακάλεσε να μην του στήνουν παγίδες με ιξό.
Οι άνθρωποι, που εκτίμησαν τη φρονιμάδα του, έδωσαν το λόγο τους ότι δε θα το πειράξουν και δέχτηκαν, μάλιστα, να χτίζει τη φωλιά του στα σπίτια τους.
Κι έτσι, το χελιδόνι, που ήτανε προβλεπτικό, γλίτωσε από τον κίνδυνο, ενώ τ' άλλα τα πουλιά κινδυνεύουν ακόμη.