Η Γίδα κι ο Γιδοβοσκός

Ένας γιδοβοσκός οδήγησε μια μέρα το κοπάδι του στην πλαγιά του βουνού, όπου υπήρχε άφθονο χορτάρι.

Οι γίδες σκόρπισαν, όπως το συνηθίζουν, για να βοσκήσουν κι ο γιδοβοσκός ξάπλωσε στον ίσκιο ενός δέντρου κι άρχισε να παίζει τη φλογέρα του.

Έπειτα έβγαλε από το σακίδιο του ψωμί και τυρί, έφαγε, ήπιε και νερό από την πηγή, που έτρεχε στη ρίζα ενός θεόρατου πλάτανου και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Όταν ξύπνησε ο γιδοβοσκός, ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει.

Σηκώθηκε λοιπόν κι άρχισε να μαζεύει τα γίδια του, που είχανε σκορπίσει, για να τα πάει πίσω, στο μαντρί του αφεντικού του.

Δυσκολεύτηκε να τα συγκεντρώσει, όπως γινότανε κάθε βράδυ, γιατί τα γίδια δεν μοιάζουν με τα πρόβατα, που πάνε όλα μαζί.

Τέλος πάντων, το κατόρθωσε και μόνο μια γίδα του έλειπε. Έτρεξε, εδώ – εκεί και, τέλος, την είδε, πάνω σ' ένα βράχο.

Της σφύριξε να 'ρθει στο κοπάδι, αλλ' εκείνη έκανε πως δεν άκουγε.

Τότε ο γιδοβοσκός θύμωσε, πήρε μια πέτρα και την έριξε πάνω στη γίδα, για να τρομάξει και να κατέβει από το βράχο. Αλλ' η πέτρα πέτυχε τη γίδα στο ένα της κέρατο και το' σπάσε.

Ο γιδοβοσκός τρομοκρατήθηκε, γιατί, σίγουρα το αφεντικό του θα τον έδιωχνε, όταν έβλεπε το σπασμένο κέρατο.

Μέσα στην απελπισία του λοιπόν, άρχισε να παρακαλάει τη γίδα:

– Κάνε μου τη χάρη να μην πεις τίποτα στο αφεντικό μας γι' αυτό που έπαθες.

– Όσο κι αν σωπάσω εγώ, του αποκρίθηκε η γίδα, πώς θα γίνει να κρύψω αυτό που έπαθα; Όλοι θα δούνε ότι το ένα κέρατο μου είναι σπασμέ /ο.

Κι είχε δίκιο, γιατί ένα κακό φανερό δεν μπορεί ποτέ να κρυφτεί.

Загрузка...